76 χρόνια μετά τη συγγραφή του κυκλοφορεί για πρώτη φορά το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Ανήφορος».
Ήταν 26 Οκτωβρίου του 1957 όταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, άφησε την τελευταία του πνοή στη Γερμανία.
Εξήντα πέντε χρόνια μετά, ανήμερα της επετείου του θανάτου του, κυκλοφόρησε το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Ο Ανήφορος» από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε το μυθιστόρημα το 1946 στην Αγγλία, ακριβώς μετά τη συγγραφή και έκδοση του έργου «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Πρόκειται για μια εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη, καθώς η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με το συλλογικό τραύμα που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ η Ελλάδα εισέρχεται στον δικό της Εμφύλιο Πόλεμο.
Ο «Ανήφορος» είναι ένα έργο πρωτοποριακό και πολύ σημαντικό για την εποχή του, καθώς ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας επιχειρεί μέσα από αυτό να αποτυπώσει τη μεταπολεμική εποχή της Ελλάδας και της Ευρώπης, δίνοντας έμφαση στο ζήτημα της ενσυναίσθησης και του αναστοχασμού του παρελθόντος.
Το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, που γράφτηκε το 1946, συμπίπτει με την αναχώρηση του συγγραφέα από την πατρίδα του, την Ελλάδα, για την Αγγλία -μια πατρίδα στην οποία δεν γύρισε ποτέ ξανά παρά μόνο για να ταφεί.
Το χειρόγραφο από το μυθιστόρημα «Ο Ανήφορος» φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τους Βαρβάρους -σημερινή Μυρτιά.
«Ο Ανήφορος» του Νίκου Καζαντζάκη: Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι».
Η δράση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο σε Κρήτη και Αγγλία. Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής.
Το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα
Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του και η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου.
Ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να στοχαστεί, ένας άνθρωπος που δεν έχει σωθεί, που κινδυνεύει, και ο Κοσμάς μεταβαίνει στη μεταπολεμική Αγγλία για να τον σώσει. Το προσωπικό κόστος της επιλογής του είναι τεράστιο.
Όμως αυτό είναι το χρέος, αυτός είναι ο ανήφορος που όλοι πρέπει να διαβούμε.
«Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…». Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.
Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί από πάνω της μα δε θα ’ταν η δική του· θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη… «Αγαπημένο Κάστρο», μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, «γεράσαμε...».
Πώς ο Καζαντζάκης παραμένει τόσο επίκαιρος
Ο Νίκος Καζαντζάκης στοχάζεται πάνω σε όλες τις ανθρώπινες αντινομίες και στην εποχή μας δίνει διέξοδο ίσως περισσότερο από ποτέ σε μια σκέψη που αναμετριέται με το χάος του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος μεταβάλλεται ταχύτατα. Πρόκειται για σκέψεις που προβληματίζουν τον αναγνώστη σε κάθε σελίδα και τον προσκαλούν να ψάξει βαθιά μέσα του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει με ένταση και αγωνία υπαρξιακή, αναλογιζόμενος όλα τα μεγάλα ερωτήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους μέχρι σήμερα: οι ήρωες του βιώνουν αυτή την αναζήτηση ως διαρκή ανάγκη για εύρεση νοήματος.
Αυτή η ανάβαση, αυτός ο ανήφορος, εγγυάται μια διαχρονικότητα που μόνο οι σπουδαίοι συγγραφείς μπορούν να προσφέρουν.
Τι κομμάτι συμπληρώνει το ανέκδοτο μυθιστόρημα στο λογοτεχνικό παζλ του συγγραφέα
Ο «Ανήφορος» διακρίνεται από καζαντζακική αύρα, γλαφυρή γλώσσα, δυναμικό ρυθμό και εύθραυστο ψυχισμό, όπως όλα τα έργα του. Πιο συγκεκριμένα, όμως, στον «Ανήφορο» ο Καζαντζάκης, με άφθονες αυτοβιογραφικές αναφορές, αναστοχάζεται τη θλιβερή εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως την έζησε από πρώτο χέρι.
Επιπλέον, το βιβλίο είναι μέρος μια ωρίμανσης, αλλά ταυτόχρονα είναι και η απόδειξη ότι ο Καζαντζάκης εντάσσει οριστικά τους προβληματισμούς του, τα διλήμματα, τις ανησυχίες του, τις υπαρξιακές του αναζητήσεις στη λογοτεχνική γραφή, καθώς εκεί εκφράζεται πλέον καλύτερα -είναι γνωστό ότι ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 ο Νίκος Καζαντζάκης εθεωρείτο ποιητής, και μάλιστα από τους κορυφαίους του καιρού του. Ο ίδιος καταλαβαίνει πλέον ότι η λογοτεχνία δίνει χώρο στον αναστοχασμό και ξέρει ότι η μεγάλη του αναζήτηση, ο μεγάλος του ανήφορος, σε αυτή θα βρει την έκφρασή του. Γι' αυτό άλλωστε και τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του τα ολοκλήρωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ποιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης, Παρασκευή, ημέρα των ψυχών. Για δικηγόρο τον προόριζε ο πατέρας του, ο καπετάν Μιχάλης, αφού πρώτα τον μύησε στην αγάπη και στο δέος της λευτεριάς.
Στα Γράμματα εμφανίστηκε με δοκίμια και άλλα κείμενα το 1906, έτος αποφοίτησής του (με άριστα) από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πτυχίο φέρει και την υπογραφή του Κωστή Παλαμά ως Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου.
Ο ίδιος ταξίδεψε πολύ στην Ελλάδα για να γνωρίσει τη συνείδηση της γης και της φυλής μας, όπως συνήθιζε να λέει. Βρέθηκε και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε τόπους της Ανατολής. Με την Κύπρο, την οποία επισκέφθηκε με την Ελένη, συνδέθηκε ιδιαίτερα και τάχθηκε σταθερά υπέρ των αγώνων της για ελευθερία.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας ασκητής, ο Νίκος Καζαντζάκης αναμείχθηκε και στα κοινά. Το 1945 και για 40 ημέρες διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, αλλά παραιτήθηκε, κυρίως μην αντέχοντας τα αιτήματα για ρουσφέτια. Το 1947-48 διετέλεσε τμηματάρχης της UNESCO στο Παρίσι, από όπου και πάλι παραιτήθηκε -και ας ήταν σπουδαία εκείνη η θέση- για να μπορέσει απερίσπαστα να επιδοθεί στην αγνή και αφιλόκερδη πνευματική δουλειά.
Βασικός άξονας των καζαντζακικών έργων είναι η εσωτερική ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, όπως εκφράζεται στον φιλοσοφικό του όρο «Η Κρητική Ματιά»: να κοιτάζεις άφοβα τον φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος, να αγωνίζεσαι για την καταξίωση της ψυχής, μιας ψυχής διαρκώς πεινασμένης και ανικανοποίητης, που κατατρώγει τη σάρκα και οδηγεί σε πνευματική υπέρβαση και λύτρωση.
Για την ακέραιη και άφοβη παρουσία του ο μεγάλος Κρητικός καταπολεμήθηκε και από την Πολιτεία και από την Εκκλησία, που με τις παρεμβάσεις τους ματαίωσαν τη σίγουρη απονομή σε αυτόν του Βραβείου Νόμπελ. Τη δεκαετία του ’50 η Εκκλησία της Ελλάδος άρχισε διαδικασία αφορισμού του, αλλά δεν τόλμησε να προχωρήσει στην πράξη. Το Βατικανό το 1954 ανέγραψε το μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος πειρασμός» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, θέατρο, φιλοσοφία, ταξιδιωτική αφήγηση, μυθιστόρημα. Έκανε επίσης πολλές μεταφράσεις και διασκεύασε στα ελληνικά μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Μυθιστορήματά του έγιναν πολυβραβευμένες ταινίες, όπως το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης, με πρωταγωνιστές τον Άντονι Κουίν και την Ειρήνη Παπά, και «Ο τελευταίος πειρασμός», που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Κίνα, εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στις 10:20 το βράδυ. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη. Ετάφη στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου.
Σήμερα θεωρείται διεθνώς ένας οικουμενικός συγγραφέας και στοχαστής, ένας κλασικός. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Νεοέλληνας συγγραφέας και σχεδόν δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει και δεν θα μπορέσει σε κάποια γλώσσα να διαβάσει Καζαντζάκη.
Στον τάφο του, που αποτελεί παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα, έχει τοποθετηθεί το επιτύμβιο που εκείνος ζήτησε: «Δε φοβούμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι λέφτερος».
iefimerida.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου