Ο Λυχνοστάτης μετακόμισε από το Ηράκλειο στο Κεραμούτσι - του Κωστή Μουδάτσου - Kriti traveller

Kriti traveller

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟN KOΣΜΟ

Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

15 Ιουνίου 2022

Ο Λυχνοστάτης μετακόμισε από το Ηράκλειο στο Κεραμούτσι - του Κωστή Μουδάτσου

 Ο Λυχνοστάτης μετακόμισε από το Ηράκλειο στο Κεραμούτσι!!!

Να πω πως μπήκα στο Λυχνοστάτη, δεν θυμάμαι καλά. Σαν είδα τις γλάστρες με τα λουλούδια και τα φυτά, πάνω στο πεζοδρόμιο, μου κατέβηκε η ιδέα.
-Doru, μπαίνομε να φάμε κάτι και να πιούμε ένα κρασί;
Ξεγλωσισμένος από τη βόλτα στο Λιμάνι και την παραλιακή, έριξε ένα βλέμμα στον Άγιο Πέτρο κι έγνεψε αόριστα.


-Μήπως γνέφεις όχι, για να εννοήσεις ναι;
-Άσε με στην ειρήνη μου και μπες να ξαποστάσομε. Η ψυχή μου πάει να βγει από το περπάτημα!
Είχε σκοτεινιάσει και τα αστέρια διαφέντευαν στον ουρανό. Ο δρόμος δεν ήταν πολύ φωτισμένος και η νύχτα άπλωνε όμορφο σκοτάδι. Περάσαμε το πυκνοφυτεμένο πεζοδρόμιο με τα λουλούδια και τα αναρριχώμενα φυτά, στην παλαιά πέτρινη μονοκατοικία. Σπρώξαμε την ξύλινη πόρτα με ένα γλυκό άγγιγμα. Ένας κόσμος με λύχνους, φλογίτσες, τρεμουλιαστές σκιές και παιγνιδίσματα στο μισόφως. Το πενιχρό φως προκαλεί τα μάτια. Βυθίζονται στις φλογίτσες των λύχνων, πάνω στους λυχνοστάτες. Ακούμε το ανεπαίσθητο τσιτσίρισμα του λαδιού στο φτύλι με τη φλόγα. Ανακαλύβομε τη δική τους ομορφιά. Μεγάλες, σοφές, παλιές φλογίτσες. Στα δεξιά μας ήταν το τζάκι με τα αναμμένα κούτσουρα. Το σκοτάδι έπαιζε παιγνίδια με το αδύναμο φως των λύχνων και τη φλόγα στα ξύλα. Στα αριστερά μας ένα μεγάλο, ανοικτό παράθυρο, έδειχνε την αυλή.

Μια πρόχειρη κατασκευή την σκέπαζε. Παντού λουλούδια και πρασινάδες. Στις γωνίες, στους τοίχους αλλά και στους ξύλινους δοκούς της πρόχειρης σκεπής. Στους πέτρινους τοίχους, λυχνοστάτες με λύχνους. Πίσω από τα πέντε-έξι τραπέζια με τις ξύλινες, ψάθινες, καρέκλες μια ανοικτή πόρτα και βαθύ σκοτάδι. Εκεί δεν έφτανε το πενιχρό φως των λυχναριών. Το βάθος της ανθρώπινης φαντασίας. Μια γάτα περπατούσε ανάμεσα στα πόδια των θαμώνων, αφήνοντας τη σκιά πίσω της. Η ταβέρνα ήταν ένα μικρός χώρος με πέντε τραπέζια. Όλα ξύλινα. Όπως και της εσωτερικής αυλής. Μια ζεστασιά αναδυόταν αλλά και μια παλαιά εξασθενημένη φωνή, στην ψυχή των λύχνων. Μαγικές εικόνες μια άλλης εποχής. Πέτρα, ξύλο, φλογίτσες, φωτιά, η απόλαυση της γλυκύτητας των παλαιών καιρών. Στο βάθος η κουζίνα με τη φούσκα. Ένας ξύλινος πάγκος τη χώριζε από τα τραπέζια. Ανάμεσα στον πάγκο και στο τζάκι, μια παλιά πιατοθήκη με πήλινα πιάτα και ποτήρια.

Ακριβώς αποκάτω ένας μαυροπίνακας, χρησίμευε για τιμοκατάλογος αλλά και μέρος που μπορούσες να γράψεις μια μαντινάδα. Τα παιδιά, με τα λιγοστά χρήματα, ότι κάνουν είναι χαρούμενο κι ανέμελο! Πίσω από το πάγκο η γυναίκα. Στο μισοσκόταδο διακρίναμε αμυδρά το λευκό της πρόσωπο. Μια ομορφιά που ξεγελά την σκοτεινιά, με τις φωτεινές ακτίνες της κοπέλας. Το λευκό δέρμα , τα μαύρα μαλλιά, το μακιγιάζ στο φως των λύχνων ήταν μαγεία. Το κόκκινο των χειλιών, το μαύρο στα μάτια, χάριζαν ένα αισθησιακό πρόσωπο.

Το μαύρο φόρεμα με το ντεκολτέ τόνιζε το λευκό δέρμα. Σαν να αναδυόταν από όστρακο, ανάμεσα στις τρεμουλιασμένες σκιές. Σαν χαμογελούσε έλαμπαν τα κοραλλένια δόντια. Οπτασία στα τεχνάσματα των λύχνων με τις φλογίτσες στο σκοτάδι. Εικόνες στιγμής. Εικόνες στιγμής και εικόνες της φαντασίας. Το πιο όμορφο από όλα!
Πιάσαμε το τραπέζι κοντά στο παράθυρο της αυλής. Ο Doru, παχουλός με φαρδιά ρούχα, βολεύτηκε στην καρέκλα σαν βοεβόδας. Περιεργαζόταν τη θέα γύρω του και το νεανικό κόσμο. Φοιτητές, φοιτήτριες, νέοι και νέες αποτελούσαν το κοινό της ταβέρνας. Έτρωγαν μεζεδάκια κι έπιναν κόκκινο κρασί στα μεράκια της ζωής. Μια όμορφη φασαρία στο φως των λύχνων.

Η ζωή έχει ζωντάνια γιατί θέλουν να είναι ζωντανοί. Η μουσική ακουγόταν ευχάριστα χωρίς να ενοχλεί τα αυτιά με την ένταση της. Όσο χρειάζεται για να απολαμβάνει και η ακοή μας. Ο σερβιτόρος έφερε κόκκινο κρασί και την κάρτα με το μενού. Ανάψαμε τσιγάρο κι η σκέψη ταξίδευε. Οι αναπόφευκτες συγκρίσεις δεν άργησαν. «Συνηθίσαμε το έντονο ηλεκτρικό φως κι έχομε ξεχάσει τη μαγεία της νύχτας. Τα πέπλα της νύχτας. Χάσαμε τις παραισθήσεις και τις φαντασιώσεις. Αντιγράφομε τους ευρωπαίους και τους αμερικανούς της εποχής των ενεργειακών λαμπτήρων. Φωτοπλημμύρα στη πόλη. Φωτορύπανση! Ηχορύπανση! Γι αυτό μου αρέσει αυτή η γωνιά. Πώς να απολαύσεις μια φεγγαράδα με τόσο ηλεκτρικό φως, προβολείς και έντονους φωτισμούς.

Πανηγυριτζίδικα εφέ. Υπερβολές και εμπορικός υπερκαταναλωτισμός. Σπατάλες ενέργειας και φωτός. Ισχυρά συστήματα φωτισμού και ήχου, με εξίσου ισχυρά συστήματα εξαερισμού, αιρκοντίσιον… Όλα ενεργοβόρα, όλα σπάταλα! Ότι συμβαίνει με τους εσωτερικούς χώρους, συμβαίνει και με τους εξωτερικούς. Τα πουλιά έφυγαν. Δεν αντέχουν το πολύ φως και τους εξωφρενικούς ήχους στη νύχτα. Οι εγκαταστάσεις, τα ξενοδοχεία στις παραλίες και στα πλάγια φώτισαν και τη θάλασσα και τους βράχους στα βουνά. Οι προβολείς σκίζουν τον ουρανό. Ο ήχος τεμαχίζει τον αέρα με την χατζάρα του. Αυτοματοποιημένοι άνθρωποι που οδηγούν μηχανικά, ρομποτικά, σκοτώνοντας αδέσποτες υπάρξεις στο δρόμο. Η ιδέα της ομορφιάς φθίνει. Η ζωή κουράζεται. Όλα υπερβολικά, όλα στη σπατάλη. Εποχή ασέβειας στη μάνα φύση. Δεν λέω, καλές είναι οι ανέσεις των μοντέρνων καιρών αλλά να υπάρχει το μέτρο.


Ο σεβασμός στη Φύση. Συνεργασία με τη Φύση. Όμως στη ταβέρνα κυριαρχεί η πέτρα με το ξύλο και το φως των λύχνων. Υπάρχει ζεστασιά. Ζέστη και ζεστασιά. Νοσταλγία και φιλικότητα. Χώρος για απόλαυση γεύσεων. Συνταγές παλιές, συνταγές παραλλαγμένες. Νόστιμες συνταγές. Η σκέψη πάει σε αυτά που αφήσαμε στα χωριά μας. Στις διηγήσεις των παλαιότερων. Οι φυσικές απολαύσεις, οι φυσιολογικές ευχαριστίες στη ψυχή, της δικής μας ζωής. Καλός είναι ο σύγχρονος πολιτισμός, αλλά υπάρχει ένα μέρος στο νου που αναζητά το όμορφο παλαιό. Αναζητά τις απώλειες στο τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στις γεύσεις, στις σχέσεις, στη τέχνη μας. Προχωράμε μετρώντας τις απώλειες. Κάτι μένει για να θυμίζει τα παλιά. Να μειώνει το βάρος της απώλειας. Σαν φέρεις στα ίσα το μυαλό, τότε και τα βουνά θα ‘ρθουν στα ίσια με την πεδιάδα. Στο Λυχνοστάτη, έστω και για δοκιμή, θα πιούμε το κρασί στο γυάλινο ποτηράκι, στο φτωχικό φως του λύχνου και στο παιγνίδι των σκιών. Μες σε καπνούς και σε φωνές…


-Doru, τι όμορφο χρώμα που έχει το κρασί μπροστά στο φως του λύχνου! Είπα και σήκωσα το ποτήρι απέναντι από τη φλογίτσα.
- Δες, φίλε, τις γυναίκες στο φως των λύχνων. Σαν σκιές και ξωτικά μοιάζουν. Άλλη αίσθηση, άλλη ομορφιά. Πάντα ποθητές, πάντα γοητευτικές. Στο μισοσκόταδο είναι ακόμη πιο γοητευτικές! Αλλιώς τις βλέπω, αλλιώς έρχονται στη φαντασία μου. Μυρωδιές κι αρώματα. Όλα λαχταριστά! Ο ατίθασος τρόπος των κοριτσιών, με αναγκάζει να υποκύψω και να παραδοθώ στη γοητεία τους! Είναι τόσο γλυκά στην λευκότητα, που χαρίζει το φως των λύχνων! Δες τις σκιές τους. Σαν περιστεράκια που ανασηκώνονται χτυπώντας τις φτερούγες τους, μοιάζουν…
-Καλησπέρα σας, είπε η κοπέλα κι εγώ προχώρησα στις συστάσεις.


-Από εδώ η Σοφία κι από εδώ ο Doru.
-Doru; Από πού είσαι; ρώτησε γελώντας.
-Από την Ρουμανία. Πιτέστι μένω. Έχω έρθει διακοπές. Να κάνω Χριστούγεννα με το φίλο από τα παλιά. Από τη φοιτητική μας ζωή. Μα εδώ ο καιρός είναι ζεστός. Σε εμάς έχει χιόνι και πάγους.
- Κρήτη, μα θα χιονίσει κι εδώ. Στα ορεινά. Βαλκάνιος κι εσύ. Μια γειτονιά είμαστε. Τι θα πάρετε; Το μενού το είδατε;
- Λίγο. Από τους χριστουγεννιάτικους μεζέδες! Ζητάμε ελεημοσύνη από τα άσπρα χέρια σου, είπε ο ρουμάνος φίλος και δήλωσε, σπουδαστής ψυχών και κοριτσιών.
-Το διαιτολόγιο των Χριστουγέννων περιέχει από «αηδονόγλωσσα μέχρι και του πουλιού το γάλα». Άκου να δεις. Ο πατέρας και η μάνα ανάθρεψαν τους τελευταίους, τέσσερεις με πέντε μήνες, ένα χοίρο. Η διατροφή του ήταν θεσπέσια για να δώσει καλό κρέας. Βραστές πατάτες με πίτερα, βελάνια, μήλα, λάχανα, απίδια, απόπλυμα και ότι άλλο περίσσευε από το τραπέζι. Παμφάγο ζώο! Έχω σύγλινα…


-Τι είναι τα σύγλινα; ρώτησε με περιέργεια ο Doru.
- Τα σύγλινα! Εκλεκτός μεζές με μπόλικες θερμίδες! Δυναμωτικός και πεντανόστιμος! Ότι πρέπει για τις σκληρές συνθήκες των ορεινών χωριών. Χρησιμοποιούν μικρά κομματάκια κρέατος από τα πλευρά του χοίρου με μπόλικο αλάτι, πιπέρι και κύμινο. Μετά βάζουν κομμάτια λίπος με δέρμα και τα τσιγαρίζουν μέχρι να βγάλουν γλίνα. Αμέσως μετά ρίχνουν τα κομματάκια, το κρέας, που τσιγαρίζονται με ιδιαίτερη προσοχή. Η καλή δουλειά θέλει υπομονή κι επιμονή. Σαν τελειώσει η διαδικασία, το κρέας τοποθετείται σε κουρουπάκια ή σε μπολ, και επικαλύπτονται με ζεστή γλίνα, λίπος. Σαν κρυώσει στερεοποιείται. Τα σύγλινα είναι ένα πολύτιμο εφόδιο που τρώγεται μόνο του, είτε χρησιμοποιείται για την παρασκευή άλλων υπέροχων φαγητών. Γιαχνερά με σύγλινα, ομελέτα, ξυνόχοντρο κτλ. Θέλετε ομελέτα με σύγλινα;


- Ότι πρέπει είναι. Δέκα χιλιόμετρα έχω κόψει σήμερα. Όλη τη πόλη γυρίσαμε με τα πόδια! Τι άλλο έχετε; Θέλω να μασουλάω και να καταβροχθίζω, είπε κι έβαλε τα γέλια ο Doru.
- Λουκάνικα! Nόστιμο λουκάνικο, με το σωστό κόψιμο του κρέατος, αλάτι, πιπέρι και κύμινο. Οι γουλιές αφήνονται μερικές μέρες στο ξύδι και στα μπαχαρικά. Το γέμισμα απαιτεί τέχνη κι επιδεξιότητα. Κάνομε θηλιές από λεπτά ξύλα που βοηθούν στο γέμισμα των εντέρων. Τα λεπτά έντερα είναι περίπου δεκαπλάσια του μάκρους του χοίρου. Η αναλογία είναι τρεις γουλιές κρέατος και μια λίπος. Το κάπνισμα με ελαφρύ καπνό, χωρίς υψηλές θερμοκρασίες, βοηθά να πετύχομε νόστιμο λουκάνικο. Για αρώματα, κάνομε καπνό με διάφορα φυτά, όπως φασκομηλιά, θύμο, θρούμπα, γαϊδουρόθυμο κτλ. Στο τζάκι έχω ένα ξύλο, σε ύψος 1,00 με 1,5 μέτρο, όπου κρεμώ τα λουκάνικα για τέσσερεις με πέντε μέρες. Μετά, τα τοποθετώ σε ένα καλάθι , σε ξηρό μέρος. Είναι νόστιμος μεζές με πολλές θερμίδες για εκείνους που δουλεύουν σκληρά κι έχουν γερά στομάχια.


- Ας φάμε και λουκάνικο από την Κρήτη. Σε εμάς είναι λίγο διαφορετικό. Τι άλλο θα μας προσφέρετε; μαντάμ τριαντάφυλλο! είπε ο Doru, τρίβοντας τα χέρια του.
- Απάκι! Το νόστιμο απάκι γίνεται με το ψαρονέφρι , τις πέρδικες του χοίρου. Μπορώ να χρησιμοποιήσω κι άλλα κομμάτια κρέατος. Παίρνω το κρέας, το αλατίζω, βάζω τα μπαχαρικά και το αφήνω μερικές μέρες στο ξύδι. Μετά το καπνίζω για λίγες μέρες κι ο υπέροχος μεζές είναι έτοιμος! Η παρασκευή του είναι απλή και εύκολη. Με λίγη προσπάθεια αποφεύγονται οι ακριβές τιμές στα ράφια των καταστημάτων, για να μπορώ να έχω καλές τιμές.
- Είμαι ενθουσιασμένος πριν φάω! Φαντάσου πως θα είμαι, σαν θα έχω φάει! Νοιώθω σαν Οβελίξ! Τι άλλο θα μας φέρετε; Έχω πιεί δυο κούπες από το μαγικό κόκκινο φίλτρο αλλά διψάω πολύ! Ο Doru πετούσε από τη χαρά του.


- Ψητό χοίρο! Για το ψητό κόβω μεγάλα κομμάτια κρέατος και τα τοποθετώ πάνω σε λουρίδες από χοιρινή προβιά. Χρειάζεται αλάτι της θάλασσας και ο καλός μάστορας δεν χρησιμοποιεί καθόλου νερό. Το ψήσιμο απαιτεί μια απλή διαδικασία και γύρισμα, ώστε να ροδοκοκκινίσει το κρέας. Σαν ψηθεί στο φούρνο φυλάσσεται σε κουρούπι σκεπασμένο με γλίνα. Εσείς θα το γευτείτε φρέσκο και λαχταριστό! Θα σας σερβίρω σαλάτες με σταμναγκάθι, παπούλες με πράσινο φύλλο σκόρδου, κόκκινες πατάτες στο φούρνο κι ότι άλλο επιθυμείτε!
Όπως μιλούσε η κοπέλα, ο σερβιτόρος έφερε κρασί λέγοντας, «Έχετε ότι χρειάζεστε, τι πιο όμορφο να κατεβαίνει στις φλέβες και να φτιάχνεις όρεξη για τραγούδι!»

- Βέβαια… Ναι… Βέβαια, ψέλλιζε ο Doru. Όξω φτώχια. Στην υγειά μας! Να φάμε, να πιούμε και να λέμε ιστορίες! Δεν έχομε άλλη δουλειά. Σύνταξη πήρα, έστω και πρόωρη. Σε λίγα χρόνια θα είναι πλήρης. Τώρα η ζωή θέλει διακοπές και καλούς φίλους. Σηκώνομε τα λάβαρα της παρέας!
- Η καλή παρέα είναι το καλύτερο γιατροσόφι, Ντορουλέτς! Η γης εδώ πέρα χαρίζει πολλά ελέη. Άντε να χαρούμε κάποια από αυτά! Στην υγειά, αυτών που ξέρουνε να κάνουν καλή παρέα! Ας φτιάξομε κεφάλι!
Ο λύχνος που έκαιγε πάνω από το τραπέζι, φώτιζε αμυδρά τα πιάτα με τις θαυμάσιες λιχουδιές. Φάγαμε, τσουγκρίσαμε, ξαναφάγαμε και ξανά ήπιαμε κρασί. Κάναμε ένα διάλειμμα να καπνίσομε δυο στριφτά τσιγαράκια. Το ρίξαμε στο κουβεντολόι, μα και στο τσίμπημα, πίνοντας νόστιμες γουλιές, χωριάτικο, κόκκινο κρασί.
-Άλλη αίσθηση της ανάγκης του ευ ζειν. Όσο διαβαίνουν οι καιροί και οι χρόνοι, θα συνεχίσουν να υπάρχουν τέτοια υπέροχα μέρη; Δεν ξέρω, συνέχισα. Όσο φεύγουν οι γηραιότεροι θα χάνομε λέξεις, συνταγές, συνήθειες... θα χάνεται και η αγάπη στο λύχνο. Μα ως κι αν διαβαίνουν οι καιροί, ως κι αν περνούν οι χρόνοι… παλιώνει ο λύχνος μα ποτέ, το φως του, δεν παλιώνει!


- Το υποσυνείδητο θα βγάζει τέτοιες εικόνες και θα τις επιζητούμε με λαχτάρα. Σαν το πόθο των παιδικών αναμνήσεων που κρύβομε πάντα στη ψυχή μας! Το μόνο που με στεναχωρεί, συνέχισε ο Doru, είναι ότι σαν μοιράζανε οι Θεοί την τύχη, εγώ είχα πάει στη δουλειά! Νάνι, νάνι puisor… νάνι, νάνι το μωρό μου… Σμήνη καράβια που πικρά, μισεύουν μες τη καταχνιά… Πόσα θα χάσουν τα πανιά, σε ανέμους κι άγρια νερά…, τραγουδούσε ένα ρουμάνικο, παλιό τραγούδι ο βαλκάνιος φίλος. Παλιά, στα ρουμάνικα χωριά, όταν δεν έβρεχε οι παπαρούντε, οι γύφτισες, χόρευαν σαν δαιμονισμένες τραγουδώντας…

Ορμούν γυναίκες γυφταριό, μες το χωριό
Και σ’ έν’ αδρό χορό τριζ΄ η ψυχή
Τινάζουν τα μαλλιά και προσευχή
Τραγούδι λεν, να φέρουν τη βροχή.
…………………………………………………………..
Σύννεφα σμίγουνε αχνά, σιγαληνά,
Άπιαστα παίζουν, κλώθουνε μι’ αρχή,
Μια νοτισμένη μυρωδιά στην εξοχή
Κι άχνη ασημένια. Προμηνύεται βροχή!

Φίλε, θυμάμαι τη γιαγιά μου, με τα σκεβρά δάχτυλα να φτιάχνει το φτύλι μες το λάδι, στο λύχνο, σαν έπεφτε η νύχτα. Άναβε η φλόγα κι εκείνη άρχιζε τα τραγούδια που σου τραγούδησα. Ήτανε μια φορά… Όσο κι αν ζήσομε δεν φτάνει να χορτάσομε την ατελείωτη ομορφιά του κόσμου. Κοίτα τις σκιές πως χωρίζουνε, τώρα τρέχουν αντίθετα με τη Σοφία που έρχεται στο τραπέζι μας…
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με εκείνο της κοπέλας και ο Doru συνέχισε τις ερωτήσεις του.
-Εμείς δεν πετάμε τίποτα από το χοίρο. Εμείς όλα τα αγκαλιάζομε και όλα τα φιλάμε... τα ετοιμάζομε και τα τρώμε! Παμφάγα κι εμείς! Εσείς μόνο αυτούς τους μεζέδες φτιάχνετε;
Γέλασε η Σοφία. Κάθισε στην άδεια καρέκλα του τραπεζιού κι απάντησε.


-Όσκες βέβαια! Μην χαθούν όλα και μείνουν άψυχες λέξεις, κενές. Δεν θα μείνει νεκρή η φαντασία, χωρίς μνήμες! Μεζέδες να δεις, κρασί , πειράγματα και κρασοκατανύξεις! Παλιά η μεγάλη χαρά των παιδιών ήταν η φούσκα του χοίρου. Αφού την καθάριζαν , τη φούσκωναν κι έπαιζαν μπάλα! Πολύ παλαιότερα, στην εποχή των προγιαγιάδων μας, καθάριζαν κομμάτια προβιάς και χρησιμοποιώντας ξύλα από πλάτανο έφτιαχναν τσόκαρα. Τίποτα δεν πετούσαν. Όλα είχαν τη χρήση τους! Με το κεφάλι έκαναν την τσιλαρδιά ή πηχτή. Με το κεφάλι και τα πόδια του χοίρου. Τα έβραζαν και τα καθάριζαν προσεχτικά. Σαν ψηνόταν, έβαζαν το κρέας σε κουρούπια και το σκέπαζαν με ζήλο, δηλαδή το ζουμί που έμενε από το βράσιμο. Η μαεστρία είναι να πήξει το ζουμί, ο ζήλος! Γι αυτό θέλουν προσοχή οι αναλογίες με το ζήλο, καθώς και η επεξεργασία αφαίρεσης των κοκάλων. Για νοστιμιά, την ώρα του βρασμού, του καθαρισμένου κρέατος με το ζήλο, προσθέτουν χυμούς από νεράντζια, ξύδι και μπαχαρικά. Θέλεις κι άλλα μεζεδάκια; Άκου ακόμη μερικά! Έχεις ακούσεις για τις αματιές;


Οι αματιές είναι το παχύ άντερο, το δωδεκαδάχτυλο και το σπληνάντερο. Αφού καθαριστούν, γεμίζονται με χοντροσπασμένο στάρι που το έχουν προετοιμάσει με τα ίδια μυρωδικά όπως οι ντολμάδες. Προσθέτουν ψιλοκομμένα αμύγδαλα, καρύδια και σταφίδες. Στο σπληνάντερο, βάζουν ακόμη σπλήνα ψιλοκομμένη, γλυκάδια και κομματάκια συκώτι, που έχουν τσιγαρίσει ελαφρά. Βράζονται και αποτελούν εκλεκτό έδεσμα! Σαν θέλεις μπριτζόλα με ξυδάτο κρέας, να σου ψήσω μια! Στο τζάκι, στα κάρβουνα! Παίρνω μεγάλα κομμάτια, χοιρινού κρέατος, χωρίς κόκαλο. Τα αλατίζω καλά, τα πασπαλίζω με πιπέρι και κύμινο. Τα βάζω μετά στο κουρούπι με ξύδι. Τα πετρώνω με μια καλοπλυμένη πέτρα, ώστε το κρέας να μένει μέσα στο ξύδι. Σαν θέλεις βγάζω λίγο κι αφού το στεγνώσω στο καπνό, στο τζάκι, θα ψήσομε θαυμάσια σούβλα στα κάρβουνα.
-Ωραία τα λες! Αύριο θα έρθομε για μια τέτοια σούβλα! Splendid! Μετά θα ψάχνω οπτασίες στο φως των λύχνων, σαν άνθρωπος των σπηλαίων!


- Καλώς να ορίσετε! Πολλά είναι αυτά που παρασκεύαζαν οι παλιοί. Τσιγαρίδες, λαρδί, χοιρομέρια… Αυτοί όμως κάθε μέρα περπατούσαν κάμποσα χιλιόμετρα στα βουνά η δούλευαν ολημερίς στα χωράφια. Εσείς κάθεστε στα γραφεία. Το σύγχρονο διαιτολόγιο θέλει λιγάκι προσοχή με άσκηση. Να μην ξεχνούμε ότι τα πολλά λιπίδια , η υψηλή τιμή χοληστερίνης στο αίμα, δεν βλάφτουν μόνο τις αρτηρίες προκαλώντας καρδιακά προβλήματα αλλά προκαλούν και ανικανότητα στον άντρα! Μη κακό σας! Οι καπνιστές ας τρώνε μήλα και ντομάτες για να καθαρίζουν τους πνεύμονες! Πιάσε τη λύρα να μας παίξεις τις κοντυλιές με το διαιτολόγιο! Ας βρούμε την ανέμελη διάθεση των καλών ανθρώπων!
Ξεκρέμασα τη παλιά λύρα από το τοίχο κι άρχισα το σκοπουλάκι, με νταλκαδάκι. Η παρέα τραγουδούσε και σε λίγο ξεσηκώθηκαν όλοι οι θαμώνες της ταβέρνας. Μια παρέα γίναμε. Αγόρια-κορίτσια, πελάτες και ταβερναραίοι!


Γάλα, γιαούρτι και αυγά με πίτες σιταρένιες
Μέλι, μυζήθρα με τυρί και φέτες κριθαρένιες
Μήλα κι αχλάδια με χυμούς , σαλάτες ,χορταράκια
Λαχανικά με ψαρικά κι ωμά αγγιναράκια.
Ψήνει ο φούρνος το οφτό και μια γουλιά κρασάκι
Να σκάσει σαν χαμόγελο, στα χείλη το φαρμάκι
Σύκα, φραγκόσυκα, ρακί, πεπόνια, κερασάκια
Καρπούζι με ροδάκινα κι έρωτα τα βραδάκια
Φάβα, φασόλια και κουκιά, βότανα με λεμόνια
Κι αν αγαπάμε ο καημός, θα μας χαρίζει χρόνια
Λάδι και χαρουπόμελο, φράουλες και σταφύλια
Κι ένα κορίτσι δροσερό, να μας τρυγά τα χείλια
Με σκοπουλάκια και χορούς, γιομίζει το λυχνάρι
Κι ανθίζουνε τα λούλουδα, σε δροσερό κλωνάρι
Κι όπως γυρίζουν οι καιροί, ομορφονιοί κι ωραίοι
Στο παιγνιδάκι της ζωής θα ‘μαστε πάντα νέοι!

Ο Doru άρχισε να ξεσηκώνει τα παιδιά για χορό. Μασουλούσε κρέας κοιτάζοντας τα όμορφα κορίτσια. Τσούγκριζε με όλους το ποτήρι, με θόρυβο, γεμάτος λάμψη αστραφτερή, γέλιο κι ευθυμία.
-Έλα ομορφούλα μου, να σε δω, να σε χαρώ! Έλα παλικάρι μου! Είμαστε, τι είμαστε; Τίποτα δε είμαστε! Σήμερα είμαστε! Αύριο ποιος ξέρει; Ας το χαρούμε όλοι, κι εσύ, κι εγώ, κι εσύ… κι εσύ… Σαν τελειώσει το λάδι στο λυχνάρι… Τόσο λάδι είχε στο λύχνο του, ο κακομοίρης, θα λέει η γειτόνισσα, σαν θα δει τη φωτογραφία μου, στο στύλο της ΔΕΗ. Γλυκιά μου ζωή, θα σε σφίξω από τη μέση πάνω μου και θα σου ψιθυρίζω… Γλυκιά μου, ότι κι αν είσαι, εγώ θα σ’ αγαπώ… Ακούστε πως τραγουδάμε, για δέστε πως χορεύομε! Άνεμος είμαστε και σκιές στο φως του αρχαίου λύχνου! Παλιώνει ο λύχνος μα ποτέ, το φως του δεν παλιώνει!

(Κωστης Μουδατσος - ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Top Ad

.............