Μέρες
που είναι πήρε το παρελθόν να γυρίζει τις σελίδες στα χρονικά του
Ρεθύμνου. Και μέσα από σελίδες λογοτεχνικών κειμένων είτε και από
αφηγήσεις άναψαν πασχαλιάτικα κεριά στο μανουάλι της μνήμης. Είναι πολλά
αυτά που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε. Ας σταθούμε όμως σε λιγότερο
γνωστά γεγονότα και λογοτεχνικές αναφορές.
Ας
ξεκινήσουμε από το μεγάλο γεγονός όταν αποδόθηκε στη λατρεία των
Χριστιανών ο Ναός της Κυρίας των Αγγέλων αρχές του περασμένου αιώνα
εκείνη την αξέχαστη Πασχαλιά του 1917.
Είναι περίφημη η αναφορά που κάνει ο μεγάλος χρονογράφος του Ρεθύμνου Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις.
Ήταν τότε που κλήθηκαν και οι Ρεθεμνιώτες να συμμετάσχουν στην μικρασιατική εκστρατεία.
Δυο
διμοιρίες είχαν στρατωνιστεί στο τζαμί του Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, στο
γνωστό «Κουτσοτρούλη» όπως ονομαζόταν ο Κομμένος μιναρές δίπλα στο ναό
της Κυρίας των Αγγέλων που λειτουργούσε σαν τέμενος για 271 χρόνια Ο
χώρος είχε επιταχθεί επειδή και οι δυο στρατώνες του Ρεθύμνου είχαν
γεμίσει.
Το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα 3 Απριλίου του 1917 το Ρέθυμνο ξύπνησε από δυνατές κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμούς και φωνές.
Οι
Τούρκοι φοβήθηκαν. Στην κεντρική είσοδο του τζαμιού είχε συγκεντρωθεί
πλήθος κόσμου κι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βοργιαδάκης ψάλει το «Χριστός
Ανέστη» με στεντόρεια φωνή κρατώντας στο δεξί του χέρι την εικόνα της
Παναγίας.
Πλάι
του ήταν ο στρατιώτης που είχε προκαλέσει το θόρυβο με το
επαναλαμβανόμενο όνειρό του στο οποίο εμφανιζόταν μια μαυροφορεμένη
γυναίκα που τον παρακινούσε να ψάξει να βρει την εικόνα της Παναγίας.
Εκείνος το είχε αναφέρει στους ανωτέρους του και όταν έψαξαν στην
συγκεκριμένη θέση που υποδείκνυε η γυναίκα βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας
της Οδηγήτριας του 1850 που βρίσκεται και σήμερα στο ναό στο δεξί
προσκυνητάρι. Αξίζει να διαβάσουν λεπτομέρειες οι νεότεροι στις τόσες
αναφορές που γίνονται και στο διαδίκτυο. Εμπεριστατωμένη είναι η αναφορά
που κάνει στο site της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ο
Θεολόγος και Γραμματέας του Ο.Δ.Μ.Π κ. Μάνος Γοργοράπτης στο άρθρο του
με τίτλο: «Το Θαύμα της νύχτας της 3ης προς 4η Απριλίου του 1917».
Μνήμες Καλομενόπουλου
Ο
βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος μας περιγράφει με τον
χαρισματικό του στίχο στιγμές της κοινωνικής ζωής του παλιού Ρεθύμνου
που διαφέρουν από την δική μας εποχής.
Εκείνες
τις μέρες επικρατούσε πυρετός στα στενά σοκάκια της πόλης. Έπρεπε οι
νοικοκυρές να ασβεστώσουν τα σπίτια, να ετοιμάσουν τσουρέκια και
κουλούρια, να βάψουν αυγά. Και το απόγευμα να σταματήσουν όλα για να
πάνε στην εκκλησία και να παρακολουθήσουν με αφοσίωση στο θείο λόγο και
βαθειά κατάνυξη τα πάθη του Χριστού.
Μόνο τα παιδιά εύρισκαν πάντα τρόπο και χρόνο για τις σκανδαλιές τους.
Ο
Καλομενόπουλος προκαλεί την εύθυμη διάθεσή μας όταν περιγράφει την οργή
της μητέρας του μόλις ανακάλυψε τα πατικωμένα τσουρέκια που προετοίμαζε
με τόση φροντίδα. Ήταν το αποτέλεσμα δικής του απροσεξίας όταν
επιστρέφοντας στο σπίτι μετά από κρασοκατάνυξη με τους φίλους, δεν
πρόσεξε που ξάπλωσε. Κι εκείνη η αθεόφοβη η φλοκάτη δεν είχε μιλιά να
προειδοποιήσει ότι φιλοξενούσε ζύμη στο ζεστό της κόρφο με τη φιλοδοξία
της νοικοκυράς που την έπλασε να εξελιχθεί σε αφράτα λαχταριστά
τσουρέκια.
Χαριτωμένο
και το άλλο περιστατικό όταν ο Καλομενόπουλος με τους άλλους μικρούς
«διαβόλους» που συνεταιριζόταν στις αταξίες, επωφελήθηκαν από τη νύστα
δυο σεβάσμιων κυριών του Ρεθύμνου που παρακολουθούσαν Μ. Πέμπτη τα
δώδεκα ευαγγέλια Και χωρίς να καταλάβει κανένας τις προθέσεις τους
χαμήλωσαν και έραψαν την άκρη από τις μακριές τους φούστες. Άντε μετά οι
καημένες να φύγουν όταν ακούστηκε το «Δι ευχών» προς μεγάλη ικανοποίηση
των μικρών διαβόλων που τις είχαν δεσμεύσει ράβοντας τους ποδόγυρους
μαζί.
Εκείνο
το διάστημα στο Ρέθυμνο ράγιζε καρδιές το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου»
από τα χείλη του παπά Χρύσανθου. Η φωνή του έδινε ιδιαίτερο χρώμα τις
μέρες αυτές των Παθών του Κυρίου.
Νοσταλγικές αναφορές στα «Πηγιανά»
Νοσταλγικό και το οδοιπορικό μνήμης του εκλεκτού εκπαιδευτικού κ. Σταύρου Γρ. Βογιατζή στα «Πηγιανά» του ένα εξαιρετικό βιβλίο.
Ανασύροντας
μνήμες από την παιδική του ηλικία στο χωριό του την Πηγή , ο κ.
Βογιατζής αναφέρει μεταξύ άλλων, για τη Μεγάλη Εβδομάδα.
«Στα
πρώτα δυο - τρία «αυγικά» δεν πήγαιναν πολλοί στην εκκλησία. Από τη
Μεγάλη Τετάρτη αρχίζαμε να πηγαίνουμε και τη Μεγάλη Πέμπτη γέμιζε ο ναός
του Αγίου Νικολάου από κόσμο που πήγαινε να παρακολουθήσει τη Σταύρωση
του Χριστού.
Τα
πλακαντζίκια, χειροποίητα τότε, που άρχιζαν από τσι προηγούμενες μέρες
πλήθιαιναν πολύ τα βράδια τση Μεγάλης Πέμπτης. Βέβαια τα πολλά τα
φυλάγαμε για την Ανάσταση.
Το
πρωί της Μεγάλης Παρασκευής στόλιζαν τον Επιτάφιο και το βράδυ νέοι και
νέες έψαλαν τη «Ζωή εν τάφω…». Για πολλά χρόνια ξεχώριζε η φωνή των
κοριτσιών του Γιαννακάκη (Άννας, Άρτεμις και Μαρίκας). Όταν έψαλαν το
«έρραιναν τον τάφον αι μυροφόροι…», ο Βούρβαχης πάνω από τον άμβωνα,
έρραινε με ροδοπέταλα τον επιτάφιο και τους χριστιανούς που ήταν τριγύρω
του.
Αφού
τέλειωναν τα «εγκώμια» άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου Λίγο πριν βγουν
από την εκκλησία βάζαμε φωτιά στον οφανό που τότε τον καίγαμε στη
βορειοανατολική πλευρά της αυλής του Αγίου Νικολάου, απέναντι από το
σπίτι της Μύγιαινας.
Μεγαλύτεροι
νεαροί από μας που κουβαλούσαν τα ξύλα, έβαζαν μέσα στον οφανό χιλιάδες
σφαίρες που κείνα τα χρόνια (1945-1946) βρίσκονταν εύκολα σε διάφορα
μέρη τση Πηγής, τσ' οποίες είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί φεύγοντας από
την Κρήτη. Μόλις άρχιζαν τα ξύλα να καίγονται, άρχιζαν να σκάνε και οι
σφαίρες και νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε πόλεμο.
Θυμούμαι
μια τέτοια βραδιά που έβλεπα τον κόσμο να απομακρύνεται προς το δυτικό
μέρος τσ' αυλής τρομοκρατημένος από το μπαμ μπουμ, άκουσα τον Κόκκινο να
λέει του Γρηγόρη Ματθιουδάκη:
«Έλα Γρηγόρη, προς τα δω να μην πεταχτεί κανένας κάλυκας να σε σκοτώσει…».
Από
τα πιο χαριτωμένα σημεία του κεφαλαίου αυτού που χαρισματικά αναπτύσσει
ο κ. Βογιατζής είναι - τι άλλο - οι παιδικές σκανταλιές με «οφι της
αμαρτίας» τα …δυναμιτάκια της εποχής. Αναφέρει σε κάποιο σημείο:
«Θυμάμαι
μια φορά, ένα παιδί πέταξε ψηλά ένα πλαστραντζίκι υπολογίζοντας ότι,
μέχρι να πέσει κάτω θα εκραγεί. Αυτό όμως καθυστέρησε λίγο κι έτσι
εξερράγη στο σβέρκο τση γυναίκας του ενωμοτάρχη. Ευτυχώς αυτός το
πέταξε. Ο Ε. Π. εξαφανίστηκε έγκαιρα και γλίτωσε τη σύλληψη από το
χωροφύλακα. Με κάπως παρόμοιο τρόπο έσκασε και στη φαλάκρα του Μανόλη
Κατσαδώρου ένα άλλο πλαστραντζίκι και μάτωσε λίγο το κεφάλι του με
αποτέλεσμα να μουρμουρίσει λίγο η γυναίκα του και τίποτ' άλλο.
Μια
άλλη χρονιά βάλαμε ένα χειροποίητο δυναμίτη στο χωράφι τση Μύγιαινας,
εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του παπά Παντελή κάτω από ένα σωρό
κοπριάς. Αποτέλεσμα τσ' έκρηξής του ήταν ο διασκορπισμός τση κοπριάς σ'
όλο το χωράφι, αλλά κι ένας θόρυβος, τόσο δυνατός που έτριξαν λίγο τα
τζάμια τσ' εκκλησίας. Αυτό έκαμε τον ενωμοτάρχη τον Ιωάννη Καντεράκη να
πει :
«Είπα των (ε) μωρέ, τσι π…ας τα παιδιά να παίζουν που και που κανένα πλαστραντζίκι, αλλά όχι και βόμβες.
Εμείς όμως είμαστε κρυμμένοι στο περβόλι του Μύρου και γλιτώσαμε και τότε…».
Και οι πικρές μνήμες
Οι
μνήμες όμως γύρω από το Πάσχα δεν έχουν μόνο γλυκό νοσταλγικό χρώμα.
Κάποιες έχουν κεντηθεί στο γκρίζο φόντο των αγώνων για την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια.
Αξέχαστη
η αναφορά του Γιάννη Χαλκιαδάκη, ιδρυτή των Ρεθεμνιώτικων Νέων για
κάποιο βράδυ Ανάστασης που δεν την γιόρταζε στην όμορφη οικογενειακή
ατμόσφαιρα όπως όλος ο κόσμος.
Μόλις που είχε καταφέρει η χούντα των συνταγματαρχών να εδραιωθεί και να ξεκινήσει τις διώξεις.
Είχε συλληφθεί κι εκείνος και τον κρατούσαν στο Αστυνομικό Τμήμα μέχρι να δουν τι θα τον κάνουν.
Εκεί
στο κρατητήριο άκουσε τις αναστάσιμες καμπάνες κι ένας κόμπος ανέβηκε
στο λαιμό του. Σκέφτηκε την οικογένειά του, τους δικούς του ανθρώπους
που δεν θα γιόρταζαν φέτος το Πάσχα μαζί του.
Κι
εκεί που καθόταν συλλογισμένος, άκουσε το όνομά του. Κάποιος
χωροφύλακας του φώναξε να σηκωθεί. Υπάκουσε απορημένος και τι να δει;
Μπροστά
του στεκόταν ο Πολύβιος Τσάκωνας εκείνος ο σπουδαίος άνθρωπος που το
Ρέθυμνο του οφείλει κάθε του μεγάλο πνευματικό απόκτημα, όπως η Δημόσια
Βιβλιοθήκη.
Κρατούσε
καλά προστατευμένο το φως της λαμπάδας του κι ένα ακόμα κερί.
Χαμογελούσε προσπαθώντας να μην παρασύρει σε συγκινήσεις και το φίλο του
που έσπευσε να στηρίξει ψυχολογικά.
«Έλα Γιάννη μου, του είπε. Σου έφερα από το Άγιο Φως. Άντε καλή Ανάσταση…».
Αυτή τη σκηνή δεν την ξέχασε μέχρι το θάνατό του ο ιδρυτής της εφημερίδας και το ανέφερε με κάθε ευκαιρία.
Πάσχα στα μικρασιάτικα σπίτια
Η
δική μας βέβαια αδυναμία όπως θα έχετε αντιληφθεί είναι να παίρνουμε
γεύση ημερών από τις διηγήσεις της κυρίας Βασιλείας Καζαβή.
Τη
βρήκαμε στο σπίτι της όπως πάντα της οδού Μαρκέλλου, γεμάτη φως και
καλοσύνη αλλά και ενέργεια που μας έκανε να ξεχνάμε τα 92 χρόνια της.
Χείμαρρος
αληθινός ξεκίνησε το δικό της οδοιπορικό στις γειτονιές που ζούσαν
προσπαθώντας να σταθούν στα πόδια τους οι ξεριζωμένοι της Ιωνίας.
Μπορεί η φτώχεια να τους γονάτιζε. Εκείνοι όμως δεν άφηναν τη θλίψη να τους στερήσει τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου.
Από
το Σάββατο του Λαζάρου άρχιζαν να προετοιμάζονται με τη χαρά των
παιδιών τα «Λαζαράκια». Τα γνωστά σκευάσματα σε σχήμα ανθρώπου με
γαρύφαλλα (μοσχοκάρφια) που τόνιζαν τα χαρακτηριστικά.
Η
φαντασία της νοικοκυράς έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να
αντισταθμίσει τις ελλείψεις με κάτι παρεμφερές. Δεν είχε ζάχαρη έλυνε το
πρόβλημα το πετιμέζι.
Τα παιδιά την ίδια μέρα τραγουδούσαν το εγκώμιο του Λαζάρου ή λαζαρικό (ένα είδος καλάντων δηλαδή).
Και χωρίς να περιμένει παράκληση η κ.. Βασιλεία άρχιζε να ψάλει:
Ήρτ' ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια,
ήρτ' η Κυριακή που τρών' τα ψάρια.
- Πού 'σουνε, Λάζαρε, πού 'ν' η φωνή σου,
που σ' ηγύρευγε η μάνα κι η αδερφή σου;
- Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος
και με τσι νεκροί νεκρός κι αποθαμένος.
- Λάζαρέ μου, σαν τι είδες,
εις τον Άδη που ηπήες;
- Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι,
είδα βάσανα και πόνοι.
Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.
Ξαφνικά ο αργός ρυθμός ξεφεύγει και γίνεται πανηγυρικός με την κ. Βασιλεία να κρατά το ρυθμό με παλαμάκια
Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ,
τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
βάνω τ' άσπρο μου βρακί.
Μήνυμα από το Σταυρό
Και
μετά τα κάλαντα του Λαζάρου περνάμε στο μοιρολόι της Παναγίας που
επίσης η κ. Βασιλεία ερμηνεύει χωρίς να παραλείψει ούτε ένα στίχο, χωρίς
να δείξει σημεία κούρασης όσο κι αν είναι τεράστιο το κείμενο σε
έκταση.
Τώρα 'ν' αγιά Σαρακοστή, τώρα 'ν' άγιες ήμερες,
που λουτουργούνε τσ' εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες
και λένε τ' άγιος ο Θεός και τ' άγιο το Βαγγέλιο.
Όπου το 'κούσει, σώζεται κι όπου το πει, αγιάζει
κι όπου το καλαφιγκριστεί, παράδεισο θα λάβει,
Η κ. Βασιλεία μετά την ποίηση περνά στη λαογραφία των αγίων ημερών με τη γνωστή της γλαφυρότητα όταν διηγείται :
«Έτσι που λες παιδί μου
Η
γενική καθαριότητα ήταν νόμος. Το σπίτι έπρεπε να λάμπει
φρεσκοασπρισμένο. Η νηστεία ετηρείτο με ευλάβεια. Για το πασχαλινό
τραπέζι ετοίμαζαν το κεσκέκι με κατσικάκι.
Έβαζαν
στην κοιλιά τη γέμιση, με πατάτες, λεμονόκουπες για ευωδιά, κουκουνάρι
και ό,τι άλλο μυρωδικό μπορούσε να βρει η νοικοκυρά.Έπειτα το έραβαν και
το έβαζαν στο φούρνο».
Αυτό
που παρατηρούμε ακούγοντας την κ. Βασιλεία είναι ότι οι Μικρασιάτες
γιόρταζαν το Πάσχα αλλά χωρίς τον ιδιαίτερα πανηγυρικό χαρακτήρα που
συναντούμε στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.
Ο εορτασμός έχει περισσότερο πνευματικό χαρακτήρα.
Κι
εκεί που η κ. Βασιλεία μας αφηγείται τόσα ενδιαφέρονται σκοτεινιάζει το
πρόσωπό της. Στην ανησυχία μας ότι έχει κουραστεί και πρέπει να
σταματήσουμε σπεύδει να μας καθησυχάσει. Δεν έχει κουραστεί. Απλά έτσι
που έψαλε το θρήνο της Παναγίας μια σκέψη την έχει ταράξει.
Ένα μήνυμα που έρχεται από το σταυρό αλλά κανένας από τους σύγχρονους δεν το έχει προσέξει.
Αν
και εξαντλημένος από τα μαρτύρια στο σταυρό Του ο Θεάνθρωπος, αν και
Υιός Θεού που γνωρίζει τι πρόκειται να γίνει, φαίνεται να έχει την
έγνοια της Μητέρας του. Και απευθυνόμενος στον πιστό του μαθητή τον
Ιωάννη τον παρακαλεί να την φροντίσει σαν να ήταν γιος Της.
-
Ακούς Εύα μου; λέει η καλή μας φίλη και τα μάτια της τρέχουν. Πάνω στο
σταυρό και σκέπτεται τη μάνα του Και σήμερα τα παιδιά βιάζονται να
ξεφορτωθούν τους γονείς τους σε κάποιο γηροκομείο…
Η
κ. Βασιλεία βλέπει τη μια παράμετρο του θέματος, με βάση τους κώδικες
ηθικής που έχει διδαχθεί και θλίβεται Θέλει να στείλομε το μήνυμα αυτό
κι εμείς δεν την απογοητεύουμε.
Αν και σήμερα άλλες εποχές και άλλα ήθη κάνουν όσα προαναφέραμε μια απλή ρομαντική αναδρομή Καλό Πάσχα σε όλους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου