Είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της Κρήτης και διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακόμη αναλλοίωτη την παλιά αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της και την ιδιαίτερη οργανική πολεοδομική της συγκρότηση. Ιστορικά η Κριτσά αποτελούσε στο τέλος του 19ου αιώνα το παραδοσιακό παραγωγικό κέντρο του Κάτω Μεραμπέλλου και αποτέλεσε αναμφίβολα τη μητρική γη του γειτονικού Αγίου Νικολάου.
Οι κάτοικοι της συνδέονται και υπήρξαν αναμφίβολα απόγονοι των κατοίκων της κοντινής Λατούς Ετέρας, της οποίας τα ερείπια βρίσκονται 3 χλμ. βοριοανατολικά του χωριού στην περιοχή Κουτάραντος. Από τις ανασκαφές που έχουν γίνει ως τώρα στην Λατώ κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα, ήρθαν στο φως ο χώρος της αγοράς με το Πρυτανείο, την εξέδρα και το Ιερό της Πόλης. Αδιάκοπη θεωρείται η παρουσία ανθρώπων στον χώρο της Κριτσάς τουλάχιστον από τα υστερομινωικά χρόνια και μετά. Θεωρείται βέβαιη η ακμή της στα Βυζαντινά χρόνια και στην περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας που την ακολούθησε από το 1211 μέχρι το 1669.
Αν και ερημώθηκε από τους Άραβες (823) όταν κατέλαβαν την Κρήτη, κατοικήθηκε ξανά το 961 μετά την απελευθέρωσή της από τον Νικηφόρο Φωκά και γνώρισε νέα άνθηση στα χρόνια της Ενετοκρατίας (12ος-16ος αι.). Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Κρήτης καθ' όλο το Μεσαίωνα και αποτελούνταν από διαφορετικές συνοικίες οι οποίες αναφέρονταν ξεχωριστά στις απογραφές.
Το 1832 ξεκίνησε τη λειτουργία του το ελληνικό σχολείο του οικισμού ενώ το 1867 η Κριτσά έγινε έδρα Δήμου που συμπεριλάμβανε τον Κρούστα, την Πρίνα, το Καλό Χωριό, το Μαρδάτι, τον Άγιο Νικόλαο, τα Μέσα Λακώνια και τις Τάπες. Το 1925 έγινε πάλι κοινότητα και από το 2010 αποτελεί οργανικό κομμάτι και μια από τις μεγάλες δημοτικές κοινότητες του Δήμου Αγίου Νικολάου.
Από τις λίγες ανασκαφές που έχουν γίνει ως τώρα στην Κριτσά, ήρθαν στο φως ο χώρος της αγοράς με το Πρυτανείο, την εξέδρα και το Ιερό της Πόλης. Αδιάκοπη είναι η παρουσία ανθρώπων στο χώρο της Κριτσάς τουλάχιστον από τα υστερομινωικά χρόνια και μετά. Θεωρείται βέβαιη η ακμή της στα Βυζαντινά χρόνια.
Μόνο μέσα από τη συνεξάρτηση του φυσικού περιβάλλοντος, του κλίματος, των δράσεων και των συμπεριφορών των ανθρώπων θα κατανοήσεις το χαρακτήρα και την ψυχή των Κριτσωτών.
Η Κριτσά είναι μια ξεχωριστή κοινωνία ανθρώπων με δική της παραγωγή πολιτισμού, δική της παράδοση και δική της ντοπιολαλιά.
Η Κριτσά σε όλη διάρκεια του 19ου αι. αποτελούσε τη μεγαλύτερη δημογραφική ενότητα του Κάτω Μεραμπέλλου. Στην απογραφή του 1881 (περίοδος οθωμανικής κυριαρχίας) ο Δήμος Κριτσάς είχε τον μεγαλύτερο πληθυσμό με 3.321 κατοίκους (βλ. σχετικά στοιχεία στο βιβλίο Ν.Σταυράκη : "Στατιστική της νήσου κρήτης",1890) και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Δήμους που δημιουργήθηκαν μετά την πρώτη θεσμοθέτηση των αυτοδοικητικών ενοτήτων της Μεγαλονήσου στις (5) ανατολικές επαρχίες με πρώτη πρωτεύουσα τη Νεάπολη. Το 1904, με απόφαση της Βουλής των Κρητών αποφασίστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Νεάπολη στον Άγιο Νικόλαο. Ο Δήμος Αγίου Νικολάου αποτελούσε ήδη έδρα του Δήμου Κριτσάς από το 1900. Η Κριτσά εξακολούθησε να αποτελεί Δήμο μέχρι το 1926.
Την χρονιά εκείνη, έγινε η πρώτη αμαξιτή οδός που συνέδεε την Κριτσά με τον Άγιο Νικόλαο και συντόμευε σημαντικά τον χρόνο της διαδρομής. Τη δεκαετία του 1920, που ήταν ουσιαστικά η δεύτερη μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα την 1.12.1913, η χώρα είχε υποδεχτεί το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα από την Μικρασία και οι υποδομές της χώρας απαιτούσαν σημαντικές ενισχύσεις και εκσυγχρονισμό, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα.
Στην περιοχή της Κριτσάς δημιουργήθηκε ο προσφυγικός οικισμός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου , στο μέσον της διαδρομής προς τον οικισμό του Κρούστα, στις εκτάσεις που παραχωρήθηκαν από την τοπική εκκλησία στη μοναστηριακή ιδιοκτησία που υπήρχε εκεί και φιλοξένησε πολλές οικογένειες προσφύγων. Οι πρόσφυγες με πολύ προσωπικό αγώνα, κατάφεραν να ενταχθούν στην τοπική κοινότητα της Κριτσάς και να συμβάλλουν με τον καλύτερο τρόπο στις πολλαπλές ανάγκες του νέου τους περιβάλλοντος, στο οποίο κατάφεραν να ενσωματωθούν παραγωγικά και κοινωνικά.
Κατά την περίοδο της δεύτερης κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας (1830-1930), στην αυλή της Παναγίας Οδηγήτριας κατασκευάστηκε το πρώτο Ηρώον της Κριτσάς για να τιμηθούν οι πολύχρονοι αγώνες των Κριτσωτών για την Ελευθερία. Την ίδια περίοδο, μετά από αίτημα του δασκάλου Γ.Πεδιαδίτη, ξεκίνησε ο σχεδιασμός του νέου σχολείου της Κριτσάς, το οποίο εντάχθηκε στο πρόγραμμα σχολικών κτιρίων που είχε ξεκινήσει το Υπουργείο Παιδείας μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, που καθιέρωσε τη δημοτική γλώσσα και κατάργησε τα χωριστά παρθεναγωγεία.
Το νέο σχολείο της Κριτσάς, ήταν διώροφο με όροφο κλίσεως στην ανατολική πλευρά και είχε στη βόρεια πλευρά μεγάλο κλιμακοστάσιο με μεγάλα ανοίγματα που επέτρεπε τον άπλετο φωτισμό του. Ήταν σχεδιασμένο με βάση τις αρχές του αφαιρετικού μεσοπολεμικού μοντερνισμού (επιρροές bauhaus) σύμφωνα με τις οποίες ολοκληρώθηκαν σε όλη τη χώρα 3.300 σχολικά κτίρια, εγχείρημα πρωτοφανές και μοναδικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ολοκληρώθηκε το έτος 1938 και το 1941 μέχρι το 1944 επιτάχθηκε από τις αρχές κατοχής.
Η Κριτσά στη διάρκεια του ταραγμένου 20ου αι. συμμετείχε σε όλους τους εθνικούς αγώνες (βαλκανικοί, Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατική εκστρατεία, Β' παγκόσμιος πόλεμος) και μεγάλος αριθμός τέκνων της συμμετείχε και θυσιάστηκε στα πεδία των μαχών. Στη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής, υπήρξε ένα από τα κέντρα της Εθνικής Αντίστασης μαζί με τον γειτονικό Κρούστα και στον χώρο του οροπεδίου Καθαρού, υπήρχε διαρκής συνεργασία με ξένους αντιστασιακούς ενώ κοντά στο χωριό Τάπες ήταν εγκατεστημένος ασύρματος των συμμάχων. Οι κατοχικές δυνάμεις είχαν εγκατασταθεί στο ελαιουργείο Αρχαύλη, στη δυτική όψη του οποίου υπάρχει ακόμη και διατηρήθηκε κατά την πρόσφατη αποκατάσταση του κτιρίου, το σήμα της 51ης ιταλικής πυροβολαρχίας, ανεξίτηλο τεκμήριο της Ιστορίας της εκείνη τη δύσκολη εποχή. Ιδιαίτερη και ξεχωριστή υπήρξε η συμμετοχή γυναικών στην Αντίσταση που πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στον αγώνα.
Στις 6 Νοεμβρίου 1943, μια μαύρη μέρα για την Κριτσά, το σώμα των δολοφόνων Σουμπεριτών που κατατρομοκρατούσε την Κρήτη και βαρύνεται με χιλιάδες δολοφονίες αμάχων (επικεφαλής του ήταν ο Γερμανός λοχίας Σούμπερτ με γερμανοντυμένους εγκληματίες συνεργάτες του από διάφορα μέρη της Κρήτης), επιτέθηκε στους ανυποψίαστους κατοίκους αφού έζωσε από το πρωί τον οικισμό. Προέβησαν σε ακατανόμαστες πράξεις στην κεντρική πλατεία και πριν αποχωρήσουν δολοφόνησαν με στυγερό τρόπο τους δυο νεαρούς ήρωες Κριτσώτες Εμμ.Π.Τζανάκη και Ιωάν. Γ. Κουτουλάκη.
Μετά την Κατοχή και παρά την περιορισμένη εξάπλωση της εμφύλιας σύγκρουσης στην Κρήτη, η αντιπαράθεση εξελίχθηκε με τραγικά αποτελέσματα και στην περιοχή της Κριτσάς. Σημαντικός αριθμός Κριτσωτών συμμετείχε στο μέτωπο του Εμφυλίου στην ηπειρωτική χώρα με τον Εθνικό Στρατό, ενώ πολλοί αρνητές της στράτευσης γνώρισαν συλλήψεις και εξορίες. Τα κοινά τραύματα της εμφύλιας διαμάχης σημάδεψαν τις επόμενες δεκαετίες τη χώρα και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να ωριμάσει και να αναγνωριστεί αμοιβαία η ανάγκη της Εθνικής συμφιλίωσης.
Στη διάρκεια της μεταπολεμικής ψυχροπολεμικής περιόδου, Κριτσώτες συμμετείχαν και στο εκστρατευτικό σώμα του Κορεατικού πολέμου.
Το 1867 έγινε έδρα δήμου που συμπεριλάμβανε τον Κρούστα, την Πρίνα, το Καλό Χωριό, το Μαρδάτι, τον Άγιο Νικόλαο, τα Μέσα Λακώνια και τις Τάπες. Το 1925 έγινε κοινότητα και από το 1998 αποτελεί ένα από τα 14 δημοτικά διαμερίσματα του δήμου Αγίου Νικολάου.
Παρά την επέλαση του σύγχρονου τρόπου ζωής στη σημερινή Κριτσά, η γνήσια τοπική παράδοση αντέχει! Επιβιώνει στην πατροπαράδοτη παραγωγή αγαθών, στην καθημερινή διατροφή, στις συνήθειες και στο ντύσιμο των παππούδων και των γιαγιάδων, στα ήθη, στα έθιμα, στις γιορτές, στα πανηγύρια και στη λαϊκή τέχνη.
Στα πανηγύρια και στις θρησκευτικές τελετές οι λαϊκοί χοροί και τα παλιά λατρευτικά έθιμα ζωντανεύουν με λαμπρότητα και ειλικρίνεια. Η Κριτσά αποτελεί τυπικό “παράδεισο” της ζωντανής λαϊκής παράδοσης στην Κρήτη και διατηρεί ακόμα, σε σημαντικό βαθμό, αναλλοίωτη την παλιά αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της.
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Πηγη - ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου