Η δίκη της Χρυσής Αυγής – μοναδική στη σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία, καθόσον έκρινε ότι ένα «πολιτικό κόμμα» αποτελεί εγκληματική οργάνωση, δηλαδή αποτελεί «επιχειρησιακά» δομημένη οργάνωση, έχουσα διάρκεια δράσης, αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που επιδιώκει την τέλεση κακουργημάτων – δεν ικανοποιεί μόνον το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» αλλά έχει πρόδηλο «διδακτικό» και πολιτικό χαρακτήρα.
Μάθημα πρώτο: Η Ελληνική Δικαιοσύνη μπορεί να αργεί αλλά δεν συγχωρεί. Μπορεί να πέρασαν 7 πλήρη έτη από την αποτρόπαια δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μπορεί η καταφρόνηση στην ανθρώπινη ζωή, στους θεσμούς και τη Δημοκρατία της συγκεκριμένης μιλιταριστικής αγέλης να είχε εκδηλωθεί εμπράκτως πολύ νωρίτερα, αλλά το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και η Δικαιοσύνη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Μάθημα δεύτερο: Η δικαστική απόφαση μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για την παροχή μεγαλύτερης προστασίας στον κάθε αδύναμο και κατατρεγμένο. Μια προστασία που πρωτίστως η ίδια η πολιτεία οφείλει να παρέχει. Εκτός από τον Παύλο Φύσσα, θύμα της Χρυσής Αυγής υπήρξε και ο πακιστανικής καταγωγής Σαχζάτ Λουκμάν, ενώ δεκάδες ήταν οι επιθέσεις σε αλλοδαπούς που βρίσκονταν στη χώρα ή σε ημεδαπούς που είχαν το θάρρος να διαφωνήσουν μαζί τους. Η απόφαση στέλνει ισχυρό μήνυμα ότι η Δικαιοσύνη μπορεί να αποτελέσει το πραγματικό ανάχωμα ενάντια στην όποια προσπάθεια κατάλυσης του Κράτους Δικαίου.
Μάθημα τρίτο: Η υποκρισία στη χώρα μας τείνει να γίνει η νέα ιογενής πανδημία. Μέσα ενημέρωσης που ερωτοτροπούσαν με τη Χρυσή Αυγή και ενημέρωναν το φιλοθεάμον κοινό για τα μούσκουλα του κάθε «πειραγμένου» παρουσιάζοντάς τον, ως χολιγουντιανό σταρ, όχι μόνον δεν έκαναν κάποια αυτοκριτική τούτες τις ημέρες, αλλά με περισσή ευκολία πέταξαν πρώτα το λίθο του αναθέματος. Με τα λεκτικά πυροτεχνήματά τους δεν μπορούν, όμως, να ξεπλύνουν τη ντροπή των τελευταίων δέκα ετών. Φέρουν τεράστια ευθύνη που περισσότεροι από 500.000 συμπολίτες μας θεώρησαν ότι μπορούσαν να βρουν λύση στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν υπερψηφίζοντας μια εγκληματική οργάνωση. Δίπλα στα ΜΜΕ, οι «επαναστάτες της κάτω πλατείας» που επί μακρόν φλέρταραν πολιτικά με το μισάνθρωπο μόρφωμα ευελπιστώντας στην κατάληψη της εξουσίας. Και όταν ανέλαβαν τις τύχες της χώρας το 2015, όλως παραδόξως, τα υπόγεια ρεύματα συνέχισαν αδιατάραχτα την κοινή πορεία τους στοχεύοντας αποκλειστικά στην…κάλπη. Η γνωστή ρήση «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» αποτέλεσε το ιδεολογικό σαπούνι για ξέπλυμα κάθε ανίερης συμμαχίας.
Μάθημα τέταρτο: το πολιτικό σύστημα, συλλήβδην, ζυγίσθηκε, μετρήθηκε αλλά ευρέθη ελλιποβαρές. Τούτο συνέβη ιδίως σε δύο περιπτώσεις. Πρώτα πρώτα στη διαχείριση πόρων στο πλαίσιο αυτής της μεγάλης δίκης. Επί 5,5 έτη δεν μπόρεσε η πολιτεία να διαθέσει κατάλληλες αίθουσες, ώστε η δίκη να ολοκληρωθεί συντομότερα κάτι που έδωσε το δικαίωμα στους ήδη καταδικασθέντες να ζητούν το ελαφρυντικό της «μη εύλογης διάρκειας της (δίκης)». Η τελευταία, μάλιστα, αναμένεται να διαρκέσει άλλα τόσα χρόνια μέχρι η απόφαση να καταστεί αμετάκλητη!
Δεύτερον στην εφαρμογή των νόμων που το ίδιο το κοινοβούλιο προσφάτως ψήφισε. Αναφερόμαστε, ειδικότερα, στο τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 5 παρ. 2α ν. 4596/2019). Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι λοιποί αρχηγοί των κομμάτων, όπως και αρκετοί υπουργοί της κυβέρνησης γνωρίζουν – ή όφειλαν να γνωρίζουν – ότι δεν δικαιούνται να σχολιάζουν μια δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πόσο μάλλον να παρελαύνουν έξω από το Εφετείο πριν την έκδοση της απόφασης φωνάζοντας ότι «δεν είναι αθώοι». Τούτο είχε κάθε δικαίωμα να πράξει ο απλός πολίτης. Όχι οι έχοντες πολιτική εξουσία. Πρώτον, για να σεβαστούν την προσωπική τους αξιοπρέπεια (οι πάντες κατάλαβαν τη ψηφοθηρική διάσταση της παρουσίας τους) και δεύτερον τους θεσμούς που οι ίδιοι υπηρετούν. Τα πολιτικά πρόσωπα (και εν γένει οι δημόσιες αρχές) παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας όταν προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία ΠΡΟΔΙΚΑΖΟΥΝ την δικαστική κρίση της υποθέσεως. Ειδικά στη χώρα μας έχουμε και προηγούμενο από την περασμένη δεκαετία όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, απόφαση της 24.5.2011, Κώνστας κατά Ελλάδος) καταδίκασε την Ελλάδα διότι δύο υπουργοί (ανάμεσά τους ο τότε υπουργός δικαιοσύνης, φευ) δημόσια αναφέρθηκαν σε δίκη που εκκρεμούσε στο εφετείο. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή είχε δημοσιευτεί πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση του προσφεύγοντος!
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι το τεκμήριο αθωότητας, ως διαδικαστική εγγύηση, αποτελεί έκφανση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, κατοχυρώνοντας παράλληλα τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειάς του. Συνακόλουθα, σχόλια και κρίσεις, τα οποία υποδηλώνουν την ενοχή του, μεσούσης της δίκης, προσβάλλουν το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν διασφαλίζει μόνον τη δικονομική θέση του κατηγορουμένου, πριν κριθεί αρμοδίως η ποινική του ευθύνη. Αντιθέτως, ο πολίτης έχει δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, σχετικώς με έναν κατηγορούμενο ή πρωτοδίκως καταδικασθέντα με ιδιαίτερα επαυξημένα όρια, όταν πρόκειται περί δημοσίου και δη πολιτικού προσώπου. Οι χιλιάδες συμπολίτες μας που βρέθηκαν έξω από το Εφετείο Αθηνών πριν την έκδοση της απόφασης βροντοφωνάζοντας ότι «δεν είναι αθώοι» καλώς έπραξαν. Είχαν κάθε δικαίωμα προς τούτο. Οι βουλευτές όχι.
Η διαφορά μας από τους ανεγκέφαλους, σκοταδιστές μισάνθρωπους βρίσκεται σε αυτό το σημείο. Έχουμε τη Δικαιοσύνη να αποφασίζει σε τούτη τη χώρα. Και τούτο το πράττει στο πλαίσιο νόμων και κανόνων που σεβόμαστε όλοι. Πρωτίστως οφείλουν να πράττουν τούτο οι πολιτικοί μας ταγοί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου