Εορτή της Ανάστασης του Λαζάρου σήμερα. Είναι σίγουρο, όπως πάρα πολλά χρόνια, δεν θα ακούσομε τις φωνούλες των παιδιών να ψάλλουν τα κάλαντα του Λαζάρου. Έχουν κι αυτά ξεχαστεί, όπως και τόσα άλλα!! Ας αφήσομε, τουλάχιστον, το νου μας να ταξιδέψει 60 και πλέον χρόνια πίσω στο χρόνο, εκεί στο ορεινό χωριό μου, τα Απίδια Σητείας, μια μέρα σαν και σήμερα, να ξαναζήσομε νοοερά μερικές αξέχαστες εικόνες.
Την προτελευταία εβδομάδα πριν από το Πάσχα, το Σάββατο του Λαζάρου, φτιάχναμε σταυρό και τον στολίζαμε με λουλούδια των αγρών. Από την παραμονή, την Παρασκευή, με δύο ξύλα ή καλάμια, που τα δέναμε σφιχτά σταυρωτά, ετοιμάζαμε το σταυρό, όπου δέναμε με προσοχή και επιδεξιότητα μικρά ματσάκια αγριολούλουδα. Η ποικιλία των χρωμάτων ήταν αληθινή οπτική απόλαυση.
Την επόμενη ημέρα το πρωί, μετά το συνηθισμένο εκκλησιασμό και τη θεία κοινωνία, παίρναμε μια μικρή εικόνα της Ανάστασης του Λαζάρου και την κρεμούσαμε πάνω στο λουλουδένιο σταυρό. Μετά τη λειτουργία περνούσαμε από τα σπίτια και λέγαμε τα κάλαντα του Λαζάρου: «Σήμερον έρχεται ο Χριστός,ο επουράνιος Θεός εις την πόλη Βηθανία, εις προϋπάντηση αυτού εξήλθε η Μαρία. Γονατιστή τον προσκυνεί, με δάκρυα τον βρέχει, διδάσκαλο τον έλεγε πως αδελφό δεν έχει. Όμως, αν ήσουνα εδώ, ω λυτρωτά του κόσμου, Χριστέ μου, δεν θ’ απέθνησκε Λάζαρος αδελφός μου.Της απεκρίθη ο Χριστός, Μαρία τηνε λέγει, ο Λάζαρος δεν τέθνηκε και πάψε πια να κλαίγεις.Κι αφού στον τάφο έφτασαν, τότ’ ο Χριστός δακρύζει κι ο Κύριος του σύμπαντος τον Άδη φοβερίζει. Φωνή μεγάλη έκραξε: Λάζαρε, δεύρο έξω! Κι ευθύς ανέστη ο Λάζαρος και τόνε βγάζουν έξω. Τέσσερις μέρες έκανε νεκρός στο Άδη κάτω, μα ο Χριστός τον έγειρε, καθώς να εκοιμάτο. Αυτός ο θείος Λάζαρος να ‘ναι βοήθειά σας κι η Παναγία Δέσποινα να βλέπει τα παιδιά σας. Χρόνια πολλά να ζήσετε, πάντα καλά να είστε και τας ευχάς του να ‘χετε, δια να ευτυχείτε»!
Κρατούσαμε καλάθι για αυγά και μικρό δοχείο για λάδι. Τα εξαργυρώναμε σε καφεπαντοπωλείο του χωριού. Εξασφαλίζαμε έτσι το πενιχρό χαρτζιλίκι μας! Μας έδιναν και κατσοχοιράκια* (μικρά ατομικά τυροζούλια από το περίσσευμα του μαλακού τυριού την ώρα της τυροκόμησης και πήξης). Χρήματα σπάνια μας έδιναν. Είναι γνωστό, ότι δεν κυκλοφορούσαν, τότε, εύκολα. Ακόμη οι περισσότερες συναλλαγές γίνονταν σε είδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου