ΑΝΟΙΞΑΝ ΟΙ ΦΛΕΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ», συνηθίζουν να λένε στο Οροπέδιο. Καθρεφτίζεσαι στο πηγάδι. Σου επιστρέφει την εικόνα σου ολοκάθαρη, θαρρείς και σε θυμάται, θαρρείς και θέλει να σου δείξει ποια είσαι. Νερό είσαι κι εσύ, μην το ξεχνάς. Το νερό έχει κι αυτό μνήμη. Μαζεύει όλη τη γνώση που συναντά στο πέρασμά του, κάπου το έχεις διαβάσει αυτό. Ύστερα ντρέπεσαι για την απληστία του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο. Το νερό είναι αγαθό και πρέπει να παραμείνει δώρο.
Σκύβεις ξανά πάνω από το φιλιατρό του πηγαδιού. Διαβάζεις τις σταγόνες που πέφτουν σα συλλαβές. Το νερό σε γνωρίζει. Του έχει μιλήσει για σένα η βροχή, μια άλλη βροχή, εκείνη που την έκανες έμπνευση και πεπρωμένο σου κάποτε στο Ιόνιο.
«Βροχή, η θηλυκή αρχή της δημιουργίας. Η βροχή σε οδηγεί, όχι εκεί που θα συναντήσεις ανθρώπους δύναμης, αλλά εκεί που σκοντάφτεις πάνω στην απλότητα και τη σοφία», εσύ τα γράφεις.
«Συγκεντρώσου, άδραξε τη μέρα», κάποιος θαρρείς για σένα το χάραξε στην πέτρα, που τυχαία πήρες για ενθύμιο. Υπενθύμιση μιας ξεκάθαρης εντολής. Βρίσκεσαι εδώ και σου επιτρέπεται, με αφορμή μια σταλαγματιά, ν’ ανάβεις το λευκό κεράκι της αναπόλησης.
«Κρύφτηκα μες στην καταιγίδα, κρύφτηκα σ’ αυτά που μου κρύβεις, στις σκέψεις που δεν έγιναν λέξεις, εκεί κρύφτηκα, δεν το κατάλαβες, φλυαρούσε η άγρια βροχή το ξημέρωμα κι ήταν τόσο γλυκό το μεσονύχτι των ματιών σου, γι’ αυτό δε σε ξύπνησα, να μην τρομάξω τα κρυμμένα σου…
»Ήθελα να μου χαρίσεις το φυλαχτό της βροχής, να το φτιάξεις με τα χέρια σου, να έχει κάτι από κανέλα και φως, να έχει και μια δαχτυλιά απ’ τα όνειρά σου, να το φορώ και να βρέχει μέσα μου όποτε θέλω, να μην αλλάξω τον κόσμο μου». Επιστρέφεις. Όλα είναι πατρίδα εδώ. Έχουν νόημα κι ας λείπουν κάποιοι.
«Δώσ’ μου μια στιγμή…», μονολογείς.
Τ’ ομολογεί δίκια η μαντινάδα. Πού ξεχάστηκες;
«Ναι, η νοσταλγία της ευγένειας είναι μια μορφή συνείδησης, μα τώρα έχουμε αφήσει το παραμύθι στη μέση, στην άκρη, δεν ξέρω πού. Τι λες; Θα γράψουμε εκείνο το γράμμα; Το γράμμα για το νερό, με τους πολλούς παραλήπτες…».
«Ω ΔΙΚΤΥΝΝΑ ΛΙΜΝΑΙΑ!»
Τώρα νομίζεις πως ξέρεις. Κάνεις την πρώτη κίνηση.
«Αν δεν εσκεφτότανε ο καθαείς μόνο τον εαυτό ντου, αλλά ήνιωθε το χρέος απέναντι στα κοπέλια και στα κοπέλια των κοπελιώ ντου και στω κοπελιώ των κοπελιώ ντου τα κοπελάκια», κάπως έτσι θα το έγραφε ο παππούς σου ο Κοκολιός ο Γρύνιας, μα όχι εσύ.
Πάλι χάνεσαι, ξοπίσω του παππού πας, γύρισε πίσω. Άντε καλά, πες το κι αυτό.
Σε πονούν οι θύμησες. Περηφανεύεσαι, ωστόσο, ότι με φροντίδα και αγάπη μπορούμε ν’ αποτρέψουμε το χαμό μιας αξίας, μιας ιδέας, μιας κοινωνίας, ενός τόπου˙ τη ζωτική τους ανάγκη επίκειται να νοσταλγήσουμε αργότερα ή πολύ αργά…
Οι άνθρωποι εδώ πάνω στο Οροπέδιο δεν έχουν απολέσει ούτε το φιλότιμο, ούτε την περηφάνια τους. Η πρόοδος που διαλαλείται, χωρίς την ευγένεια, είναι μια ξύλινη γλώσσα στην καρδιά σου. Επιστρέφεις εδώ με βουρκωμένα μάτια για μία «συγγνώμη» κι ένα «ευχαριστώ». Εδώ κερνάς κανέλα το φεγγάρι όταν χαμηλώνει στο δώμα κι εκείνο σε φιλοδωρεί μ’ ένα τριαντάφυλλο, πριν προλάβεις να μετρήσεις παρόν και παρελθόν στον ίδιο καθρέφτη.
«Όλο σε χάνω…», η φωνή του χρέους απαιτητική σε ανεβάζει στην κορφή, εκεί που είχες συναντηθεί με την αρχαία Δίκτυννα τον περασμένο Αύγουστο. Ύστερα, πονετικά, σου υπαγορεύει να το γράψεις αλλιώς εκείνο το γράμμα, να έτσι:
Τι θα πει «σύγχρονος» και «παλιός» τρόπος ζωής; Υπάρχει μόνο η ζωή, μαγική και ρέουσα.
Απαλλαγμένα τα παιδιά του Λασιθιού από ψεύτικες κι επίπλαστες ομορφιές βλέπουν καθαρά, καταλαβαίνουν πως ο «πολιτισμός» του σύγχρονου κόσμου μπορεί και να μην τα οδηγήσει στο φως. Στα όνειρά τους δεν χωράνε εργοστάσια, πλαστικά, ανεμογεννήτριες, κεραίες, απορρίμματα, καυσαέριο. Τα παιδιά παλεύουν να σου δείξουν το δρόμο που έχασες, να ημερώσουν και να γαληνέψουν τον κόσμο, ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά. Τα παιδιά αγαπούν τους ήχους της βροχής, που πέφτει στα κεραμίδια, στο χώμα, στην πέτρα, περνάει μέσα από το φύλλωμα ενός δέντρου…
Τα παιδιά αναγνωρίζουν πως το νερό έχει τη δική του αρμονία, γιατί το νερό είναι η πιο ζωντανή μουσική της φύσης.
Στριφογυρίζουν, χωρίς φόβο, στο χορό της βροχής και του ανέμου, χορεύει η πλάση κι ανασταίνεται. Μακριά από τα τσιμέντα και τα πολυώροφα κτήρια, οι μέρες τους είναι μέρες χαράς. Όλα τα θαυμαστά γύρω τους είναι έργα θεών και ανθρώπων, δεν τα περιφρονούν. Για όλα έρχεται η Όστρια και τραγουδά μαζί τους.
Καμιά φορά, όταν οι βροχές πληθαίνουν και λιώνουν τα χιόνια, το νερό δεν προλαβαίνει να ακολουθήσει τις υπόγειες διαδρομές από τις καταβόθρες του Χώνου και ο κάμπος μεταμορφώνεται σε μια απέραντη λίμνη. Τότε το τοπίο µε το νερό, τις σκιές και τις αντανακλάσεις του, που αλλάζουν κάθε στιγμή απ’ το αντιφέγγισμα τ’ ουρανού, είναι αληθινή μαγεία.
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΛΙΑ στέκεσαι κι απολαμβάνεις το θέαμα από ένα μπαλκόνι. Πίσω από τις φωνές γύρω σου ψάχνεις εκείνη τη μία φωνή που σε κάλεσε να γυρίσεις πίσω. Κάποιος σου κρατά το χέρι κι αυτό σίγουρα δεν αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια. Τούτο το διακριτικό άγγιγμα δεν είναι μια λάθος κίνηση, όχι, είναι κάτι απροσδόκητα υπέροχο.
«Με το χρόνο και µε το νερό όλα αλλάζουν, Ζωή», ο φίλος σου, ο ιατροφιλόσοφος Χουρδέσιος, σου ρίχνει μια κλεφτή λοξή ματιά.
«Εμείς, όποιος κι αν είναι ο χρόνος, υποκλινόμαστε με τα ελαττώματά μας στη φύση ως να είναι αυτή η μεγάλη μητέρα και δασκάλα που συγχωρεί, διορθώνει και διδάσκει. Εμείς ζούμε στον καιρό της αγάπης», του λες στο αφτί κι αφήνεις τη φεγγαρόσκονη του νου να βρει τη θέση της πάνω στο κλειδί της μνήμης, πριν κλέψει τη σκέψη σου ο μικρός βοριάς κι αφού τη μαρτυρήσει φύγει κατά τη θάλασσα από το Σελί της Αμπέλου.
Γυρίζει ο Χουρδέσιος σταθερά το βλέμμα. Η πόρτα πίσω του κλειστή. Το σκουριασμένο κλειδί κρέμεται στο καρφί του πέτρινου τοίχου, πλάι στη γλάστρα με τα γαρύφαλλα. Θα τον φιλήσεις στο μέτωπο. Η μαθητεία σου στην αθωότητα τελείωσε. Στο πρόσωπό του διαγράφεται μελαγχολικά μια ξεχασμένη προσδοκία. Θα αναρωτιέται αν θυμάσαι την πρώτη του εκείνη επίσκεψη στο Λασίθι, τότε παιδί ακόμη στο σχολείο.
Το θυμάσαι εκείνο το λίγο μεγαλύτερο από εσένα παιδί, ένα ψηλό λεπτό αγόρι με ωραίο κοστούμι, που έδειχνε κάπως καχύποπτο με τα άλλα παιδιά, αλλά καθόλου μαζί σου, που ήταν δύσπιστο για τις δικές του αρετές, γιατί η καλοσύνη τού υπαγόρευε να βλέπει μόνο τις δικές σου.
Ένα σμήνος πουλιών σηκώνεται από τις καρυδιές. Το ακολουθείς με τα μάτια. Ψηλώνει ο νους. Ο λογισμός βγάζει κι αυτός φτερά.
Ο λασιθιώτικος ήλιος έχει δικά του περάσματα. Απ’ αυτά η καρδιά γυρίζει πίσω στο χαμένο παράδεισο. Κρατάς γερά τα σχοινιά του ονείρου. Ανεμίζουν τα μεταξωτά πανιά της αγάπης. Τούτο το ψηλό πέταγμα δεν έχει λιγοψυχιά. Το κάνεις με την καρδιά σου. Το αγαπάς τούτο το πέταγμα, γιατί στο ρίσκο του υπάρχει αλήθεια και ειλικρίνεια, γιατί ξέρεις πως μπροστά στον κίνδυνο το φως γίνεται πιο τρυφερό και σε φιλάει στα βλέφαρα.
«Εμάς, ούτε το παρελθόν, μα ούτε και το μέλλον μπορεί να μας αποχωριστεί», συλλογίζεσαι. «Αύριο το Οροπέδιο πιο ψηλά θα φτάσει, πιο ψηλά από τα οκτακόσια εξήντα έξι μέτρα του κάμπου και τα δυο χιλιάδες εκατόν σαράντα οχτώ της κορφής».
Εδώ ξαναγεννιούνται τα αισθήματα. Το νιώθεις, πάλλεται καθαρό το παλιό σου όνειρο, φορτωμένο χρυσά στίγματα και σημάδια, που παλεύουν να σβήσουν στην αγκαλιά σου ή στο φως. Λογαριάζεις τις στιγμές, όλες πολύτιμες. Με τ’ ακροδάχτυλα συλλαβίζεις την πιο ακριβή διαδρομή της μνήμης μέσα στην πιο βαθιά ρυτίδα στο μέτωπο. Οι ώρες που αγάπησες χτυπούν ξανά στη φλέβα του λαιμού. Κατά δω καλπάζει η αιωνιότητα, τραγουδώντας.
«Αυτά είναι όσα έχω κι όσα μπορώ να θυμηθώ», ο μοιρονόμος ήλιος σού κλείνει το μάτι. Εδώ αφήνεσαι στο άγγιγμά του, μια σεμνή περηφάνια κορυφώνεται στην καρδιά.
Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου