Τρεμοσβήνει το φως,
ώρα που ανάβουν κόκκινα τριαντάφυλλα στον τοίχο
ώρα που τα βλέφαρα ματώνουν
ώρα που η λήθη δεν έχει δικαίωμα.
Το μικρό νησί,
Λαζαρέτο τής Κέρκυρας,
απέραντος φαντάζει τόπος τής οδύνης
κάτω από το φιλί στην πρώτη βροχή.
Είχα ξεχάσει πως τα δάχτυλα σου
γίνανε ρίζες,
αντίκρισα την βρεγμένη σου καρδιά
ένα ανοικτό κουκουνάρι,
να λιτανεύει το κόκκινο στο Ιόνιο φως
και η πελαγίσια αντάρα μακριά
σκόρπιζε, μετρώντας φόβο και σημάδια.
Τα στερνά άνθη τού φθινοπώρου
μυρίζουν θαρρείς την ανάσα σου
μα και η σκιά, αυτή που τρέχει στην ακτή
κι αυτή μυρίζει κάτι από εσένα,
άλικο ρόδο,
μέντα, κιτρολέμονο, επανάσταση...
Ο άνεμος φέρνει ακόμη τις φωνές
όχι, εδώ δεν πεθαίνει κανείς,
εδώ θαρρείς κοιμούνται ίσκιοι κι ονειρεύονται
κάθε ξημέρωμα μιαν άλλη ανάσταση
κι ας μεγαλώνουν περισσότερο οι νύχτες...
Εδώ ρίχνουν αλάτι στην πληγή
ν’ αγιάσει ο πόνος
να μην σιμώσει η άβυσσος.
Ξέρεις, και το χώμα κάτω από τα φύλλα
αυτό που τα γυμνά σου πόδια αγγίζουν αλαφρά,
ζωή ήταν κάποτε
χέρια που αγκάλιαζαν παθιασμένα
μάτια φλογισμένα από αγώνα
κορμιά φορτωμένα νιάτα
ψυχές που δεν γύρεψαν σωτηρία
μήτε μοίρασαν τον ουρανό στα όρνια.
Εκείνοι, έραψαν
στο στρίφωμα τού ήλιου με το αίμα τους
το τελευταίο σημείωμα λευτεριάς,
για ένα καρβέλι ψωμί στο τραπέζι,
μια χούφτα στάχυα χρυσά,
ένα άσπρο πουκάμισο,
μια κούπα ξέχειλη ζωή
ένα αρχαίο αλφαβητάρι.
Ψιθυριστά οι χορταριασμένες πέτρες
και οι σφαίρες
αυτές που σφηνώθηκαν
στα σπλάχνα και στον τοίχο,
μια διαμαρτύρηση,
«Αντέχεις το φως; Σήκωσε το βλέμμα.
Ήρθε η ώρα τής καινούριας ανάγνωσης.»
Έλλη Πρωτογερέλλη - Λάζου. Αγωνίστρια. Η
γυναίκα που δεν φοβήθηκε εξορίες και φυλακές.
Εκείνοι
είδαν
ξημερώματα, ένα φεγγάρι να τρέχει ματωμένο
πάνω από τα πεύκα,
στο Λαζαρέτο τής Κέρκυρας,
εκείνοι άκουσαν
τη νεροποντή να φτάνει φορτωμένη τις παλιές χαρές,
πριν οι ριπές από τις κάνες των όπλων τρομάξουν τα
πουλιά,
πριν οι σταγόνες κυλώντας απ’ το σύρμα
ξεπλύνουν το αίμα ζεστό,
πριν φύγουν από φόβο
τα χαλίκια και η θάλασσα,
πριν οι εξόριστοι βράχοι διψάσουν την αλήθεια.
Δεν θα ξεχάσεις,
οι ρίζες των δέντρων βαθιά στο αίμα,
τρέμεις,
οι κορφές ψηλώνουν, ζυγώνουν
ένα ξέφτι γαλανό ουρανό,
υποκλίνεσαι,
εδώ ποτέ δεν σκοτεινιάζει,
Λαζαρέτο τής Κέρκυρας,
αισθάνεσαι,
φέγγει το ανάστημα,
το δικό σας αδέρφια,
αφουγκράζεσαι,
δεν είναι ψίθυρος στα μνήματα,
μήτε η σιωπή.
Κλαις…
Κραυγή είναι, άκου,
η δική σου κραυγή, παράξενο τραγούδι.
Σκοτώνουν τον Πέτρο, παιδιά.
Αύριο, σκέψου…
Ίσως σκοτώνουν κι εσένα….
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 21 Οκτώβρη 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου