ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΣΤΕΓΑΣΤΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ Η ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΡΗΤΗΣ |
Η
εν Κρήτη Ορθόδοξος Εκκλησία, απαρτιζομένη εκ της Ιεράς
Αρχιεπισκοπής Κρήτης και οκτώ Ιερών Μητροπόλεων εν Κρήτη, είναι
Ημιαυτόνομος, έχουσα την κανονικήν εξάρτησιν αυτής εκ του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Εκκλησία της Κρήτης είναι Ανατολική
Ορθόδοξη Εκκλησία με καθεστώς ημιαυτονομίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διορίζει τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, η επαρχιακή σύνοδος των Μητροπολιτών της Κρήτης αποφασίζει αυτόνομα για τα υπόλοιπα θέματα της Εκκλησίας της Κρήτης.Πλην του Αρχιεπισκόπου οι λοιποί Μητροπολίτες εκλέγονται και αυτοί από την επαρχιακή σύνοδο
.
Η Εκκλησία της Κρήτης αποτελείται από:
-Tην Αρχιεπισκοπή Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο και τις Μητροπόλεις
Γορτύνης και Αρκαδίας με έδρα τις Μοίρες Ηρακλείου
- Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου με έδρα το Ρέθυμνο
- Κυδωνίας και Αποκορώνου με έδρα τα Χανιά
- Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων με έδρα το Σπήλι Ρεθύμνης
- Ιεραπύτνης και Σητείας με έδρα την Ιεράπετρα
- Πέτρας και Χερρονήσου με έδρα τη Νεάπολη Λασιθίου
- Κισάμου και Σελίνου με έδρα το Καστέλι Κισάμου
- Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου με έδρα το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Το
βιβλιοπωλείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης αποτελεί τμήμα του
Επικοινωνιακού και Μορφωτικού Ιδρύματος από το 1998. Διαθέτει πληθώρα
βιβλίων, εικόνων, CD, DVD και ειδών εκκλησιαστικής λατρείας.
Από το 2008 λειτουργεί στον χώρο του βιβλιοπωλείου και χαρτοπωλείο.
Το 2009 εγακινιάστηκε τμήμα ιερατικών ενδυμάτων, σε πολύ καλή ποιότητα και σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές.
Το 2010 ξεκίνησε να λειτουργεί τμήμα ιερατικών σκευών με γνώμονα πάντα την ποιότητα αλλά και τις ανταγωνιστικές τιμές.
Για
όλα τα είδη υπάρχει η δυνατότητα πληρωμής είτε με μετρητά είτε μέσω
πιστωτικής κάρτας visa, mastercard, maestro. Επίσης υπάρχει η δυνατότητα
αποστολής εμπορευμάτων σε οποιοδήποτε σημείο με αντικαταβολή μέσω
ταχυδρομείου ή courier.
Η
δραστηριότητα του βιβλιοπωλείου δεν περιορίζεται μόνο στην πώληση αλλά
και στην συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα του Ηρακλείου. Από το 2008
συμμετέχει στην έκθεση βιβλίου που διοργανώνει ο σύλλογος βιβλιοπωλών
του Ηρακλείου στην πλατεία Ελευθερίας. Έχει διοργανώσει
βιβλιοπαρουσιάσεις και ομιλίες πνευματικού περιεχομένου με καλεσμένους
σημαντικές προσωπικότητες της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής του
τόπου.
Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, έχοντας επικουρικό ρόλο στην προμήθεια των συμμετεχόντων στα συνέδρια, με βιβλία άμεσα συνδεδεμένα με το θέμα του εκάστοτε συνεδρίου, αλλά και με γενικότερες αξιόλογες εκδόσεις θεολογικών βιβλίων. Έχει συμβάλλει στην έκδοση βιβλίων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπική κοινωνία όπως είναι ο «Παρακλητικός κανών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά»
Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, έχοντας επικουρικό ρόλο στην προμήθεια των συμμετεχόντων στα συνέδρια, με βιβλία άμεσα συνδεδεμένα με το θέμα του εκάστοτε συνεδρίου, αλλά και με γενικότερες αξιόλογες εκδόσεις θεολογικών βιβλίων. Έχει συμβάλλει στην έκδοση βιβλίων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπική κοινωνία όπως είναι ο «Παρακλητικός κανών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά»
Μπορείτε να επισκεφθείτε και την σελίδα του βιβλιοπωλείου στο facebook: Βιβλιοπωλείο Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Επίσης μπορείτε να επικοινωνήσετε με το βιβλιοπωλείο στα:
Τηλέφωνο +30 2810283141
Fax +30 2810280659
Email bookstore@iak.gr
Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΡΗΤΗΣ
H
«Διακονία Αγάπης» αποτελεί μια δράση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης με
στόχο την στήριξη 800 άπορων πολυμελών οικογενειών της πόλης μας.
Ξεκίνησε
το 2011 και με τη στήριξη του Δήμου Ηρακλείου, της Περιφέρειας
Κρήτης, Συλλόγων, Επιχειρήσεων και ιδιωτών δίνει καθημερινά μαθήματα
κοινωνικής προσφοράς και αλληλεγγύης στον συνάνθρωπο που έχει ανάγκη.
Στον
χώρο της (Οδός Νικ. Πλαστήρα 27, τηλ. 2810390108) καθημερινά
συγκεντρώνονται και προσφέρονται τρόφιμα, ρουχισμός, οικιακός εξοπλισμός
ενώ κάθε Τρίτη και κάθε Πέμπτη διανέμει κατ’ οίκον φαγητό σε
πολυμελείς άπορες οικογένειες
Ο κόσμος
της Κρήτης για άλλη μια φορά δείχνει ότι παρά τα σοβαρά προβλήματα που
του έχει δημιουργίσει η κρίση, σκέφτεται και βοηθάει τον συνάνθρωπο
του.
Ο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Κάθε
Τρίτη και Πέμπτη στις 21:00, στον Ρ/Σ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Πραγματοποιείται Ραδιοφωνική εκπομπή με συντονιστές νέους της
Αρχιεπισκοπής μας. Συμμετέχει και ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης
κ.κ. Ειρηναίος. Έπειτα απο την Ραδιοφωνική εκπομπή πραγματοποιείται
μικρά σύναξη.
Οι εγκαταστάσεις του Ρ/Σ είναι Αλκιβιάδου 6, δίπλα στη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης.
Επίσης
κάθε Σάββατο, τελείται ο Όρθρος και η Θ.Λειτουργία υπο του
Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης, στο παρεκκλήσι του Αρχιεπισκοπικού
Μεγάρου, και στην συνέχεια ακολουθεί σύναξη Νέων.
ΤΑ ΠΑΖΑΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Το
παζάρια «Διακονία Αγάπης για τον Συνάνθρωπο μας» απο την Ιερά
Αρχιεπισκοπή Κρήτης πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των δράσεων και
ενεργειών που αποσκοπούν στη στήριξη και αλληλεγγύη ανθρώπων που
χρήζουν συνδρομής σε θέματα επιβίωσης.
Διατίθενται σε
συμβολικές τιμές διάφορα είδη λαϊκής τέχνης, κεραμικής, μπιζού,
διακοσμητικά που αποτελούν δημιουργίες και κατασκευές εθελοντών της
Αρχιεπισκοπής
ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ὑπευθ. λειτουργίας: κα Κυριακή Μαστρακούλη, Δικηγόρος Ἡρακλείου
καί κα Ἰωάννα Κεφαλογιάννη,
τηλ. 2810 542033.
«Δεν γίνεται να τρώγω ψωμί, ο διπλανός – πεινασμένος – να με βλέπει και να μην κόβω το μισό να του το δώσω....
Είναι σαν να το είχε στα δικά του χέρια και του το άρπαξα, για να το φάω εγώ μπροστά στα μάτια του,
αδιαφορώντας για κεινον και την πείνα του!!!».
Η
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης, στο πλαίσιο του εκκλησιαστικού φρονήματος
συναλληλίας – φιλαδελφίας και με δεδομένη την οικονομική κρίση, έχει
δημιουργήσει από τον Δεκέμβριο του 2011 το «Ταμείο της Αγάπης του Θεού»,
με σκοπό μια κάποια οικονομική συμπαράσταση στους αδελφούς μας που
δυσκολεύονται, πάντα εντος των ορίων της Αρχιεπισκοπής.
Θα
θέλαμε να κάνουμε γνωστό σε όλους τους συνανθρώπους μας, ιδιώτες και
μη, στις διάφορες υπηρεσίες, φορείς, οργανισμούς, σωματεία, ενορίες ότι
το Ταμείο μπορεί να πραγματοποιεί τον σκοπό του εφ’ όσον έχει χρήματα.
Στηρίζεται αποκλειστικά στην εθελοντική προσφορά όλων μας. Παράκληση
θερμή: όποιος μπορεί και θέλει ας καταθέσει οποιοδήποτε ποσόν στον
λογαριασμό της Παγκρήτιας Συνεταιριστικής Τράπεζας στο όνομα της Ιεράς
Αρχιεπισκοπής Κρήτης:
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
Του Βαρδή Αυγερινού
Ο
Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος θεωρείται ένας από τους πιο φιλομόναχος
αρχιερείς. Ο ίδιςο ζει λιτά, ασκητικά και μοναχικά, ενώ είναι γνωστός
για το “αφιλοχρήματον” του χαρακτήρα του. Ζει ως απλός καλόγερος και
όπως λέει στους ανθρώπους που τον βλέπουν και τον ζουν καθημερινά, ένας
αρχιερέας δεν χρειάζεται χρήματα και αυτά που του δίνει η Πολιτεία τα
διαθέτει μέχρι και το τελευταίο ευρώ στους φτωχούς, πληρώνοντάς τους
είτε φάρμακα είτε λογαριασμούς της ΔΕΗ είτε το ενοίκιο.
"Ο
κόσμος δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, το ενοίκιο... δεν έχει να φάει" -
είπε ο ίδιος και κάλεσε τον κόσμο που αντιμετωπίζει άμεσα προβλήματα
επιβίωσης, αντί να καταφεύγει στους κάδους απορριμμάτων, αναζητώντας,
τρόφιμα, να επισκέπτεται ένα από τα τέσσερα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής
Κρήτης στην πόλη του Ηρακλείου.
Πόσοι
από εμάς γνωρίζουν όμως τον Κρήτης Ειρηναίο-κατά κόσμον Νικόλαο
Αθανασιάδη- ο οποίος ηγείται της τοπικής Εκκλησίας από τον Σεπτέμβριο
του 2006 οπότε και τον εξέλεξε ομόφωνα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης η Αγία και
Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Θρόνου;
Είναι
γνωστό ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος θεωρείται ένας από τους πιο
φιλομόναχους Αρχιερείς. Ο ίδιος ζει λιτά, ασκητικά και μοναχικά ενώ
είναι γνωστός για το «αφιλοχρήματον» του χαρακτήρα του. Ζει ως απλός
καλόγερος, και όπως λέει στους ανθρώπους που τον βλέπουν και τον ζουν
καθημερινά, ένας Αρχιερέας δεν χρειάζεται χρήματα, και αυτά που του
δίνει Πολιτεία τα διαθέτει μέχρι και το τελευταίο ευρώ στους φτωχούς
πληρώνοντας τους είτε φάρμακα είτε λογαριασμούς της ΔΕΗ είτε το ενοίκιο.
Όπως
αναφέρει άλλωστε τραπεζικός υπάλληλος στην «Π» σε τακτικά διαστήματα ο
Κρήτης Ειρηναίος στέλνει τον διάκονό του ο οποίος φροντίζει να πληρώνει
λογαριασμούς -πχ ΔΕΗ- φτωχών οικογενειών που από την μια στιγμή στην
άλλη ‘γονάτισαν’ από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
Η συνεχής συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας
Ο
Σεβασμιότατος λειτουργεί καθημερινά επισκεπτόμενος για το λόγο αυτό
κάθε χρόνο τουλάχιστον μία φορά όλους τους ενοριακούς ναούς και τα
μοναστήρια της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Όταν δεν υπάρχει στο καθημερινό
πρόγραμμα Θεία Λειτουργία σε κάποιο ενοριακό ναό τότε λειτουργεί τις
περισσότερες φορές στο μικρό ναό του Αγίου Μηνά και μάλιστα όχι σε
Αρχιερατική Λειτουργία αλλά λειτουργώντας ως απλός ιερέας. Συνηθίζει να
λέει:
«Δεν
εννοείται εκκλησιαστική ζωή χωρίς την συνεχή συμμετοχή μας στη Θεία
Λειτουργία τα Μυστήρια και τις Ακολουθίες της Εκκλησίας».
Κατά
τη Θεία Λειτουργία δεν κάθεται ποτέ , δεν ομιλεί με κανένα αλλά είναι
αυστηρά προσηλωμένος στο μυστήριο. Μοναδική εξαίρεση είναι όταν θα
αντιληφθεί στο Ιερό μικρά παιδιά , γεγονός που τον χαροποιεί ιδιαίτερα,
στα οποία και θα απευθύνει δύο λόγια αγάπης, ενώ ζητάει τα διακονήματα
στο Ιερό να τα κάνουν τα μικρά παιδιά και όχι οι ενήλικες ή οι νεωκόροι.
Η προσήλωσή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Είναι
γνωστή η απόλυτη αφοσίωση και υπακοή του στον Οικουμενικό Θρόνο και
στην Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Είναι
χαρακτηριστικό το εξής περιστατικό που μας διηγήθηκε ανώτερος ιερέας στο
Οικουμενικό μας Πατριαρχείο:
«Όταν
στενός του συνεργάτης, του εξηγούσε για μία απόφαση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου ότι ήταν πολύ τεκμηριωμένη και βάσιμη , ο Σεβασμιώτατος
απάντησε : «Είναι σωστό αυτό που λες αλλά εμείς αποδεχόμαστε ως είναι
τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν ελέγχουμε ούτε
κρίνουμε την αιτιολογία και το βάσιμο των αποφάσεων του. Εμείς οφείλουμε
να υπακούμε και να εκτελούμε σε ό,τι αποφασίσει η Μητέρα Εκκλησία η
οποία διαφύλαξε και θα διαφυλάσσει εις τους αιώνας των αιώνων τα δόγματα
και την Παράδοση της Πίστης μας καθώς και την ταυτότητα του Γένους
μας».
Για δε τον σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη κ Βαρθολομαίο έχει αναφέρει «αποτελεί δώρο του Θεού στην όλη Ορθοδοξία».
Η ασκητική ζωή και το “αφιλοχρήματον” του χαρακτήρα του
Αξίζει
να παρακαθήσει οποιοσδήποτε άνθρωπος στην Αρχιεπισκοπική Τράπεζα. Ενώ
υπάρχει μια αρχοντιά και είναι στολισμένη με λίγα λουλούδια, το φαγητό
είναι πάντα λιτό και τις περισσότερες φορές άλαδο (κατά δε τις
σαρακοστές όπως το διάστημα αυτό, είναι πάντα άλαδο). Τα αρχιερατικά του
άμφια είναι πολύ λίγα, απλά χωρίς να έχει καταβάλει οποιοδήποτε κόστος,
αφού η συντριπτική πλειονότητα των προέρεται από την Ιερά Μονή
Χρυσοπηγής των Χανίων όπου η μοναχική αδελφότητα είναι πνευματικά του
παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι διαθέτει μόλις δύο ποιμαντορικές
ράβδους. Τα όποια δώρα (εγκόλπια , πατερίστες κ.λ.π.) του χαρίζονται, τα
δωρίζει με την σειρά του σε διάφορους άλλους Αρχιερείς (κατά προτίμηση
στην Αφρική).
Καταθέσεις
και λογαριασμούς σε τράπεζες δεν έχει ενώ για την τέλεση ακολουθιών και
μυστηρίων , όπου και αν προσκληθεί, δεν λαμβάνει χρήματα. Αν για αυτό
τον λόγο κάποιος επιμείνει να του δώσει χρήματα, τότε ο Σεβασμιώτατος
του υποδεικνύει αυτά να δοθούν σε φιλανθρωπικά και άλλα ιδρύματα της
Αρχιεπισκοπής.
Το ενδιαφέρον του για τη νέα γενιά
Η
μεγαλύτερη ποιμαντική του μέριμνα όμως αφορά τη νέα γενιά αγνοώντας για
τα προβλήματα της και για το μέλλον της. Έχει δημιουργήσει τις συνάξεις
των νέων, τις κατασκηνώσεις, ενθαρρύνει και υποστηρίζει όλες τις
εκδηλώσεις και τις δημιουργίες των νέων της Αρχιεπισκοπής. Εξομολογεί,
συζητά και απασχολείται νυχθημερόν με τους νέους και είναι γεγονός ότι
οποιαδήποτε ώρα του ζητηθεί η βοήθεια και η συμπαράσταση του θα την
δώσει πρόθυμα και ολόθερμα. «Είναι το μέλλον του τόπου μας και πρέπει να
έχουμε κατανόηση για τα προβλήματα τους και να τους βοηθούμε με όλες
μας τι δυνάμεις» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η αγωνία του για τους φτωχούς και εμπερίστατους της ζωής
Είναι
γνωστό ότι δεν αφήνει αβοήθητο οποιονδήποτε άνθρωπο έχει ανάγκη,
ανεξαρτήτου φυλής και θρησκεύματος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός της
συνεχούς διανομής των χρημάτων του Φιλοπτώχου και της μη ύπαρξης
αποθεματικού με το σκεπτικό «όσο υπάρχουν πτωχοί και αναξιοπαθούντες
άνθρωποι το Φιλόπτωχο δεν μπορεί να έχει αποθεματικό και υπόλοιπα στο
ταμείο του» . Επίσης είναι γνωστό ότι ολόκληρο τον μισθό του τον
μοιράζει σε φτωχούς ανθρώπους της Αρχιεπισκοπής.
Η αφοσίωσή του στο Συνοδικό σύστημα
χει
απόλυτο σεβασμό προς το Συνοδικό σύστημα της εκκλησίας αποδεικνύοντας
τούτο εμπράκτως με την σύγκληση σε έκτακτες συνεδρίες πέραν αυτών που
προβλέπονται από το Καταστατικό Χάρτη της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου
προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις για τα ζητήματα που απασχολούν την
Εκκλησία. Είναι δε γεγονός ότι έστω και αν ένας Ιεράρχης ζητήσει την
έκτακτη σύγκληση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης θα ανταποκριθεί
άμεσα συνεννοούμενος και με την υπόλοιπη Ιεραρχία. Είναι γνωστή η φράση
του για τα θέματα που απασχολούν γενικά την Εκκλησία «Το θέμα θα έλθει
στην Σύνοδο και ό,τι αποφασίσει η Σύνοδος».
Πηγή: Πατρίς - Του Βαρδή Αυγερινού
ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ
ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ
Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης καί Αρκαδίας
Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας
Η Αποστολική Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας υπήρξε το λίκνο του εκχριστιανισμού της Κρήτης. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια και για μία περίπου χιλιετία ήταν το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της Μεγαλονήσου. Η αρχαία Γόρτυνα ως πολιτική πρωτεύουσα της Κρήτης και της Κυρηναϊκής, τόσο κατά τη Ρωμαϊκή, όσο και κατά το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής περιόδου, αναδείχθηκε ως κέντρο της ιεραποστολικής δράσης των Αποστόλων Παύλου και Τίτου.
Η πρώτη επαφή του Απ. Παύλου με την Κρήτη, ήταν το Φθινόπωρο του 59-Χειμώνα του 60, όταν οδηγείτο ως αιχμάλωτος στη Ρώμη για να δικαστεί. Τότε το πλοίο που τον μετέφερε προσορμίστηκε λόγω καιρικών συνθηκῶν «εἰς τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας, ᾧ ἐγγύς ἦν πόλις Λασαία» (Πράξ. 27, 8).
Αργότερα, κατά την Δ΄ αποστολική του περιοδεία, δηλαδή κατά το Θέρος του 63, ο Απ. Παύλος εγκατέστησε τον Απ. Τίτο στην Κρήτη «…κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ…» (Τίτ. 1,5) για την οργάνωση της Εκκλησίας της Νήσου. Κέντρο και έδρα της ιεραποστολικής δράσεως του Απ. Τίτου υπήρξε η Γόρτυνα.
Ο Απ. Τίτος χειροτόνησε τους πρώτους Επισκόπους σε διάφορες πόλεις της Νήσου, ενώ οι διάδοχοί του στη Γόρτυνα κατά τα μεταποστολικά χρόνια, έχοντας τα πρεσβεία τιμής μεταξύ των υπολοίπων Επισκόπων της, προήδρευαν των Τοπικών Συνόδων.
Σπουδαίοι διάδοχοι του Απ. Τίτου στη Μητρόπολη Γορτύνης κατά τα μεταποστολικά χρόνια υπήρξαν ο Αγ. Φίλιππος, ο Διόσκορος, ο Κρήσκης, ο Ιερομάρτυς Κύριλλος, ο Ιερομάρτυς Πέτρος ο Νέος και ο Άγ. Παύλος, ο οποίος και έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων των Αγ. Δέκα, οι οποίοι είχαν μαρτυρήσει επί Δεκίου το 250 στη Γόρτυνα.
Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας από το έτος 2005 είναι ο Σεβασμιώτατος κ. Μακάριος (Δουλουφάκης).
Με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αναγνωρίζονται και θεσμοθετούνται πλέον τα μητροπολιτικά δίκαια και του Επισκόπου Γορτύνης στη λειτουργία του Συνοδικού σώματος των Επισκόπων της Νήσου. Σε ολόκληρη την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (330-824/8), η Ι. Επαρχιακή Σύνοδος της Κρήτης είχε την έδρα της στη Μητρόπολη Γορτύνης. Κατά την Α΄ Βυζαντινή περίοδο, την εποίμαναν σπουδαίοι Ιεράρχες όπως οι θαυματουργοί Άγ. Μύρων και Άγ. Ευμένιος και άλλοι με απαράμιλλο, ποιμαντικό, ιεραποστολικό, αντιαιρετικό και θεολογικό έργο, όπως οι Άγιοι Ικόνιος, Μαρτύριος, Θεόδωρος, Βασίλειος και Ηλίας, οι οποίοι έλαβαν μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ’, Πενθέκτη και Ζ΄ αντίστοιχα. Ιδιαίτερα ξεχωριστή για ολόκληρη τη Νήσο, υπήρξε κατά το πρώτο μισό του 8ου αιώνα η αρχιερατεία του Αγ. Ανδρέου Κρήτης του Υμνογράφου.
Την άνθιση της Εκκλησίας της Κρήτης ανέκοψε η αραβική κατάκτηση το 824. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, είναι γνωστά 27 ονόματα Επισκόπων Γορτύνης-Αρχιεπισκόπων Κρήτης, δηλαδή από τον Απ. Τίτο μέχρι τον Αγ. Ευτύχιο.
Επίσκοποι πλέον δεν υπήρχαν, ενώ ο λαός περιήλθε σε πολύ δύσκολη θέση λόγω της σκληρής δουλείας και του βίαιου εξισλαμισμού. Κατά την περίοδο αυτή (824-961) αναφέρονται δύο υπερόριοι Μητροπολίτες Κρήτης με το όνομα Βασίλειος. Οι Άραβες κατέστρεψαν τη Γόρτυνα και μετέφεραν το πολιτικό κέντρο της Κρήτης στο βορρά, στην πολίχνη του Ηρακλείου, που ήταν και έδρα Επισκοπής, την οποία οχύρωσαν με βαθειά τάφρο ένεκα της οποίας έλαβε το όνομα Χάνδακας.
Με την απελευθέρωση της Κρήτης το 961 από τον Μεγάλο και ευσεβή Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, η Εκκλησία της Κρήτης αναδιοργανώθηκε ως Επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την επανασύσταση των Επισκοπών της. Η έδρα όμως της Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στο Χάνδακα, ενώ η περιφέρεια της παλαιάς Μητροπόλεως, με έδρα τη Γόρτυνα, συνέχισε να αποτελεί τμήμα της Μητροπόλεως Κρήτης.
Για τον επανευαγγελισμό των Κρητών, εργάστηκαν ιεραποστολικά κατά την περίοδο αυτή ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος από το χωριό Σίβα της Μεσαρας και ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. Από τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) σώζονται αρκετά ονόματα Μητροπολιτών Κρήτης, ο σπουδαιότερος των οποίων είναι ο Ηλίας, ο οποίος υπήρξε λόγιος και σπουδαίος συγγραφέας και κανονολόγος.
Το 1204 η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Ενετούς οι οποίοι εκδίωξαν τους Ορθόδοξους Αρχιερείς, εγκατέστησαν λατίνους, άσκησαν αφόρητες πιέσεις – μαρτύρια, αλλά και προπαγάνδα. Οι χειροτονίες των διακόνων και πρεσβυτέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνονταν εκτός Κρήτης.
Κατά την περίοδο αυτή έδρασαν στην Κρήτη με πρόνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σπουδαίοι εκκλησιαστικοί άνδρες για τη στήριξη της Ορθοδοξίας, όπως ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος, ο Αθηνών Άνθιμος και Πρόεδρος Κρήτης (1340-1366) και ο Όσιος και Ομολογητής μοναχός Ιωσήφ ο Βρυέννιος.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή τα ορθόδοξα μοναστήρια, τα οποία συνέβαλαν τόσο στη διατήρηση της ορθόδοξης πνευματικότητας, όσο και στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών. Σημαντικά ορθόδοξα μοναστήρια της σημερινής δικαιοδοσίας της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας τα οποία γνώρισαν μεγάλη άνθιση ήταν· οι Ι. Μονές Βαλσαμονέρου, Βροντησίου, Καρδιωτίσσης, Οδηγητρίας, Απεζανῶν, «Κυριελέησον», (σημερινό χωριό Καπετανιανά), Τριών Ιεραρχών στον Κόφινα, και πλήθος ασκητηρίων κυρίως στα Αστερούσια Όρη. Ακόμη έδρασαν άγιοι μοναχοί, όπως ο ασκητής Αρσένιος ο οποίος δίδαξε τον τρόπο της νοεράς προσευχής στον Άγ. Γρηγόριο το Σιναΐτη και δι᾽ αυτού διαδόθηκε στον Άθω, αλλά και λόγιοι, όπως ο Ιωσήφ ο Φιλάγρης.
Το 1669 οι Οθωμανοί κατέλαβαν οριστικά την Κρήτη εκδιώκοντας τους Ενετούς. Η Εκκλησία της Κρήτης αναδιοργανώθηκε ως Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου με την ανασύσταση της Ι. Μητροπόλεως Κρήτης και των περισσοτέρων Επισκοπών. Το Ηράκλειο εξακολουθούσε να είναι η έδρα του Μητροπολίτη και της Ι. Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, της οποίας όμως η πλήρης κανονική λειτουργία δεν ήταν δυνατή λόγω των κατακτητών. Μόνο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κατόρθωσε να λειτουργήσει πιο συγκροτημένα.
Ο Μητροπολίτης συμμετείχε στήν Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την οποία και εκλεγόταν, ενώ με πρωτοβουλία του διενεργούντο οι εκλογές των Επισκόπων της Κρήτης, οι οποίες επικυρώνονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όσα από τα μοναστήρια δεν καταστράφηκαν από τους κατακτητές, συνέχισαν να λειτουργούν είτε ως Σταυροπήγια είτε ως Επισκοπικά, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στη διατήρηση της Ορθοδόξου πίστεως και της ρωμαίικης αυτοσυνειδησίας. Αρκετοί είναι επίσης και οι Νεομάρτυρες κατά την περίδο αυτή.
Με την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς το 1900 και την αναγνώριση της τότε αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, αναδιοργανώθηκε και η Εκκλησία, διατηρώντας απαρασάλευτη την κανονική και διοικητική της υπαγωγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με τον Καταστατικό Νόμο 276/1900 ανασυστάθηκε η Επισκοπή Αρκαδίας, αλλά σε νέα Επαρχία, η οποία περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Μητροπόλεως Γορτύνης και με έδρα τους Αγίους Δέκα. Ως Επίσκοπος εγκαταστάθηκε ο Βασίλειος (Μαρκάκης), (1902-1940) μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης. Τον διεδέχθη ο πολύς Ευγένιος (Ψαλιδάκης), (1946-1950) μεταφέροντας την έδρα στις Μοίρες και εκείνον ο Τιμόθεος (Παπουτσάκης), (1956-1978), μετέπειτα Αρχιεπίσκοποι Κρήτης, τον δε Τιμόθεο, ο Κύριλλος (Κυπριωτάκης), (1980-2005).
Με το νεώτερο και ακόμη ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη Ν. 4149/1961 η Επισκοπή Αρκαδίας ονομάστηκε Επισκοπή Γορτύνης και Αρκαδίας. Το 1967 ανυψώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε Μητρόπολη.
Η Αποστολική Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας υπήρξε το λίκνο του εκχριστιανισμού της Κρήτης. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια και για μία περίπου χιλιετία ήταν το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της Μεγαλονήσου. Η αρχαία Γόρτυνα ως πολιτική πρωτεύουσα της Κρήτης και της Κυρηναϊκής, τόσο κατά τη Ρωμαϊκή, όσο και κατά το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής περιόδου, αναδείχθηκε ως κέντρο της ιεραποστολικής δράσης των Αποστόλων Παύλου και Τίτου.
Η πρώτη επαφή του Απ. Παύλου με την Κρήτη, ήταν το Φθινόπωρο του 59-Χειμώνα του 60, όταν οδηγείτο ως αιχμάλωτος στη Ρώμη για να δικαστεί. Τότε το πλοίο που τον μετέφερε προσορμίστηκε λόγω καιρικών συνθηκῶν «εἰς τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας, ᾧ ἐγγύς ἦν πόλις Λασαία» (Πράξ. 27, 8).
Αργότερα, κατά την Δ΄ αποστολική του περιοδεία, δηλαδή κατά το Θέρος του 63, ο Απ. Παύλος εγκατέστησε τον Απ. Τίτο στην Κρήτη «…κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ…» (Τίτ. 1,5) για την οργάνωση της Εκκλησίας της Νήσου. Κέντρο και έδρα της ιεραποστολικής δράσεως του Απ. Τίτου υπήρξε η Γόρτυνα.
Ο Απ. Τίτος χειροτόνησε τους πρώτους Επισκόπους σε διάφορες πόλεις της Νήσου, ενώ οι διάδοχοί του στη Γόρτυνα κατά τα μεταποστολικά χρόνια, έχοντας τα πρεσβεία τιμής μεταξύ των υπολοίπων Επισκόπων της, προήδρευαν των Τοπικών Συνόδων.
Σπουδαίοι διάδοχοι του Απ. Τίτου στη Μητρόπολη Γορτύνης κατά τα μεταποστολικά χρόνια υπήρξαν ο Αγ. Φίλιππος, ο Διόσκορος, ο Κρήσκης, ο Ιερομάρτυς Κύριλλος, ο Ιερομάρτυς Πέτρος ο Νέος και ο Άγ. Παύλος, ο οποίος και έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων των Αγ. Δέκα, οι οποίοι είχαν μαρτυρήσει επί Δεκίου το 250 στη Γόρτυνα.
Με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αναγνωρίζονται και θεσμοθετούνται πλέον τα μητροπολιτικά δίκαια και του Επισκόπου Γορτύνης στη λειτουργία του Συνοδικού σώματος των Επισκόπων της Νήσου. Σε ολόκληρη την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (330-824/8), η Ι. Επαρχιακή Σύνοδος της Κρήτης είχε την έδρα της στη Μητρόπολη Γορτύνης. Κατά την Α΄ Βυζαντινή περίοδο, την εποίμαναν σπουδαίοι Ιεράρχες όπως οι θαυματουργοί Άγ. Μύρων και Άγ. Ευμένιος και άλλοι με απαράμιλλο, ποιμαντικό, ιεραποστολικό, αντιαιρετικό και θεολογικό έργο, όπως οι Άγιοι Ικόνιος, Μαρτύριος, Θεόδωρος, Βασίλειος και Ηλίας, οι οποίοι έλαβαν μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ’, Πενθέκτη και Ζ΄ αντίστοιχα. Ιδιαίτερα ξεχωριστή για ολόκληρη τη Νήσο, υπήρξε κατά το πρώτο μισό του 8ου αιώνα η αρχιερατεία του Αγ. Ανδρέου Κρήτης του Υμνογράφου.
Την άνθιση της Εκκλησίας της Κρήτης ανέκοψε η αραβική κατάκτηση το 824. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, είναι γνωστά 27 ονόματα Επισκόπων Γορτύνης-Αρχιεπισκόπων Κρήτης, δηλαδή από τον Απ. Τίτο μέχρι τον Αγ. Ευτύχιο.
Επίσκοποι πλέον δεν υπήρχαν, ενώ ο λαός περιήλθε σε πολύ δύσκολη θέση λόγω της σκληρής δουλείας και του βίαιου εξισλαμισμού. Κατά την περίοδο αυτή (824-961) αναφέρονται δύο υπερόριοι Μητροπολίτες Κρήτης με το όνομα Βασίλειος. Οι Άραβες κατέστρεψαν τη Γόρτυνα και μετέφεραν το πολιτικό κέντρο της Κρήτης στο βορρά, στην πολίχνη του Ηρακλείου, που ήταν και έδρα Επισκοπής, την οποία οχύρωσαν με βαθειά τάφρο ένεκα της οποίας έλαβε το όνομα Χάνδακας.
Με την απελευθέρωση της Κρήτης το 961 από τον Μεγάλο και ευσεβή Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, η Εκκλησία της Κρήτης αναδιοργανώθηκε ως Επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την επανασύσταση των Επισκοπών της. Η έδρα όμως της Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στο Χάνδακα, ενώ η περιφέρεια της παλαιάς Μητροπόλεως, με έδρα τη Γόρτυνα, συνέχισε να αποτελεί τμήμα της Μητροπόλεως Κρήτης.
Για τον επανευαγγελισμό των Κρητών, εργάστηκαν ιεραποστολικά κατά την περίοδο αυτή ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος από το χωριό Σίβα της Μεσαρας και ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. Από τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) σώζονται αρκετά ονόματα Μητροπολιτών Κρήτης, ο σπουδαιότερος των οποίων είναι ο Ηλίας, ο οποίος υπήρξε λόγιος και σπουδαίος συγγραφέας και κανονολόγος.
Το 1204 η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Ενετούς οι οποίοι εκδίωξαν τους Ορθόδοξους Αρχιερείς, εγκατέστησαν λατίνους, άσκησαν αφόρητες πιέσεις – μαρτύρια, αλλά και προπαγάνδα. Οι χειροτονίες των διακόνων και πρεσβυτέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνονταν εκτός Κρήτης.
Κατά την περίοδο αυτή έδρασαν στην Κρήτη με πρόνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σπουδαίοι εκκλησιαστικοί άνδρες για τη στήριξη της Ορθοδοξίας, όπως ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος, ο Αθηνών Άνθιμος και Πρόεδρος Κρήτης (1340-1366) και ο Όσιος και Ομολογητής μοναχός Ιωσήφ ο Βρυέννιος.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή τα ορθόδοξα μοναστήρια, τα οποία συνέβαλαν τόσο στη διατήρηση της ορθόδοξης πνευματικότητας, όσο και στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών. Σημαντικά ορθόδοξα μοναστήρια της σημερινής δικαιοδοσίας της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας τα οποία γνώρισαν μεγάλη άνθιση ήταν· οι Ι. Μονές Βαλσαμονέρου, Βροντησίου, Καρδιωτίσσης, Οδηγητρίας, Απεζανῶν, «Κυριελέησον», (σημερινό χωριό Καπετανιανά), Τριών Ιεραρχών στον Κόφινα, και πλήθος ασκητηρίων κυρίως στα Αστερούσια Όρη. Ακόμη έδρασαν άγιοι μοναχοί, όπως ο ασκητής Αρσένιος ο οποίος δίδαξε τον τρόπο της νοεράς προσευχής στον Άγ. Γρηγόριο το Σιναΐτη και δι᾽ αυτού διαδόθηκε στον Άθω, αλλά και λόγιοι, όπως ο Ιωσήφ ο Φιλάγρης.
Το 1669 οι Οθωμανοί κατέλαβαν οριστικά την Κρήτη εκδιώκοντας τους Ενετούς. Η Εκκλησία της Κρήτης αναδιοργανώθηκε ως Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου με την ανασύσταση της Ι. Μητροπόλεως Κρήτης και των περισσοτέρων Επισκοπών. Το Ηράκλειο εξακολουθούσε να είναι η έδρα του Μητροπολίτη και της Ι. Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, της οποίας όμως η πλήρης κανονική λειτουργία δεν ήταν δυνατή λόγω των κατακτητών. Μόνο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κατόρθωσε να λειτουργήσει πιο συγκροτημένα.
Ο Μητροπολίτης συμμετείχε στήν Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την οποία και εκλεγόταν, ενώ με πρωτοβουλία του διενεργούντο οι εκλογές των Επισκόπων της Κρήτης, οι οποίες επικυρώνονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όσα από τα μοναστήρια δεν καταστράφηκαν από τους κατακτητές, συνέχισαν να λειτουργούν είτε ως Σταυροπήγια είτε ως Επισκοπικά, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στη διατήρηση της Ορθοδόξου πίστεως και της ρωμαίικης αυτοσυνειδησίας. Αρκετοί είναι επίσης και οι Νεομάρτυρες κατά την περίδο αυτή.
Με την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς το 1900 και την αναγνώριση της τότε αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, αναδιοργανώθηκε και η Εκκλησία, διατηρώντας απαρασάλευτη την κανονική και διοικητική της υπαγωγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με τον Καταστατικό Νόμο 276/1900 ανασυστάθηκε η Επισκοπή Αρκαδίας, αλλά σε νέα Επαρχία, η οποία περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Μητροπόλεως Γορτύνης και με έδρα τους Αγίους Δέκα. Ως Επίσκοπος εγκαταστάθηκε ο Βασίλειος (Μαρκάκης), (1902-1940) μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης. Τον διεδέχθη ο πολύς Ευγένιος (Ψαλιδάκης), (1946-1950) μεταφέροντας την έδρα στις Μοίρες και εκείνον ο Τιμόθεος (Παπουτσάκης), (1956-1978), μετέπειτα Αρχιεπίσκοποι Κρήτης, τον δε Τιμόθεο, ο Κύριλλος (Κυπριωτάκης), (1980-2005).
Με το νεώτερο και ακόμη ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη Ν. 4149/1961 η Επισκοπή Αρκαδίας ονομάστηκε Επισκοπή Γορτύνης και Αρκαδίας. Το 1967 ανυψώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε Μητρόπολη.
Aπό την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας
Η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας είναι μια από τις οκτώ Μητροπολιτικές περιφέρειες της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Λασιθίου και περιλαμβάνει τις Επαρχίες Ιεράπετρας και Σητείας και τις τέως Κοινότητες Καλού Χωριού Μεραμβέλλου και Κάτω Σύμης Βιάννου με έδρα την πόλη της Ιεράπετρας.
Η παράδοση αναφέρει ότι στο β΄ μισό του α΄ αιώνα μ.Χ. ο Απόστολος Τίτος, που τον είχε αφήσει ο Απ. Παύλος στην Κρήτη για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού, ίδρυσε τις Επισκοπές της Κρήτης. Αυτή ήταν και η επιθυμία του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, που αναφέρει στην προς Τίτον επιστολή του «τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώσης και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην...» (Τιτ. 1, 5), διευκρινίζοντας ότι πρεσβυτέρους ονομάζει τούς Επισκόπους. Η Επισκοπή Ιεράπετρας είναι η αρχαιότερη ιστορικά στο Νομό Λασιθίου και θεωρείται μεταξύ των πρώτων που ιδρύθηκαν στην Κρήτη.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλαμίνιο Κορνήλιο στο έργο του Kreta Sacra και την αναφορά του Αθανασίου Παπαδοπούλου-Κεραμέως στο «Μαρτυρολόγιο των Αγίων Δέκα Μαρτύρων», η ίδρυσή της χρονολογείται γύρω στο 68 μ. Χ.
Επίσης, το ακρωτήριο «Σαλμώνη», που αναφέρεται στις Πράξειςτων Αποστόλων (Πρ. 27, 7) «υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην» πως πέρασε ο Απόστολος Παύλος πηγαίνοντας στη Ρώμη, πριν να αράξει το πλοίο που τον μετέφερε στους Καλούς Λιμένες, είναι το ακρωτήριο «Κάβο Σίδερο», το οποίο βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης, και συγκεκριμένα στην επαρχία Σητείας και στα γεωγραφικά όρια της Ιεράς Μονής Τοπλού.
Ακόμα, σύμφωνα με μία παράδοση ο Απόστολος Παύλος, κατά την τέταρτη αποστολική περιοδεία του, αποβιβάστηκε για ανεφοδιασμό ανατολικά της Ιεράπετρας, όπου και κτίστηκε μία εκκλησία με 12 κολώνες στο όνομα του Αποστόλου Παύλου, γεγονός που ενισχύει την επικρατούσα παράδοση ότι ο ίδιος ο Απόστολος των Εθνών μαζί με τον μαθητή του Τίτο ίδρυσαν την Εκκλησία της Ιεραπύτνης και της Σητείας. Ο ναός δεν διασώζεται σήμερα, όμως περιγράφεται το 1687 από τον Randolph τις περιηγήσεις του στην Κρήτη που γράφει: «Ανατολικά της Ιεράπετρας περίπου 10 μίλια, επισκέφτηκα ένα μοναστήρι μέσα σε μια σπηλιά δίπλα σε ένα βουνό. Εκεί όπου λέγεται ότι ο Απόστολος Παύλος εκήρυξε. Σ’ αυτή την σπηλιά είναι μια εκκλησία με 12 κολώνες κομμένες από το βράχο και είναι γεγονός ότι οι χριαστιανοί την έκτισαν νύκτα και σε διάστημα μηνός».
Η ανασκαφική έρευνα από τον Συλλογο «Βιτσέντζος Κορνάρος» Σητείας, έφερε στην επιφάνεια σημαντικά στοιχεία, με τα οποία μπορεί να υποστηριχτεί ότι αυτός ο δωδεκακίονος σπηλαιώδης ναός, ο οποίος ήταν καθολικό γυναικείας Μονής και κτίστηκε τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, βρίσκεται στην περιοχή του Μακρύ Γιαλού. Ακόμη η έρευνα αυτή στην περιοχή του Μακρύ Γυαλού, έφερε σε φως σπηλιά με κτίσματα καθώς και τον χαρακτηριστικά κομμένο βράχο που περιγράφει ο Randolph.
Η πρώτη ιστορικά επικυρωμένη αναφορά γίνεται το 343 μ.Χ. όταν ο Επίσκοπος Ιεραπύτνης Σύμφορος μετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής (Σόφιας). Το 457 μ.Χ. στην τοπική Σύνοδο Κρήτης μνημονεύει και υπογράφει ο Ευφρόνιος ως Επίσκοπος Ιεραπύτνης, ενώ κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 787 αναφέρεται και η Επισκοπή Ιεραπύτνης.
Τον 7ο ή τον 8ο αιώνα τοποθετείται η ίδρυση της Επισκοπής της Σητείας. Η Αραβική κατάκτηση του 823 επέφερε πρωτοφανείς διωγμούς στην Εκκλησία της Κρήτης. Από το 961 μ.Χ. με την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά αναβιώνει το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα των κατοίκων της και η επανασύσταση και δραστηριοπόηση των Επισκόπων. Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν ότι η καταστροφική επιδρομή των πειρατών στις παράλιες πόλεις της Κρήτης ανάγκαζαν τη μεταφορά της έδρας τους σε μεγάλα χωριά στο εσωτερικό της Κρήτης που ακόμα φέρνουν το όνομα Επισκοπή, όπως π.χ. στην περιοχή Ιεράπετρας στο χωριό Επισκοπή και στην περιοχή της Σητείας η Επάνω και Κάτω Επισκοπή με υπάρχουσες μέχρι σήμερα κατοικίες Επισκόπων. Δηλαδή ορισμένες περιφέρειες κατά καιρούς αποτελούσαν ανεξάρτητες Επισκοπές όπως φαίνεται στο Παρισινό τακτικό 1555Α΄ του Λεοντος Γ΄ και του Κωνσταντίνου Ε΄, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 731-746 μ. Χ.
Κατά την Ενετοκρατία, μετά το 1204, οι Φράγκοι κατακτητές συγχώνευσαν τις Επισκοπές και αντί Ορθοδόξων τοποθετούσαν Λατίνους Επισκόπους ή Έλληνες που είχαν φραγκέψει. Ο πρώτος Λατίνος Επίσκοπος ήταν ο Αντώνιος από τη Βενετία (1317-1323). Ακολουθούν περί τους είκοσι (20) Λατίνους ή Λατινόφρονας Επισκόπους. Ο τελευταίος Γεώργιος Μινόττος (1634-1651) παραδίδει την Επισκοπή Σητείας στους Τούρκους. Στην περίοδο αυτή οι δύο επαρχίες άλλοτε ήταν ενωμένες και άλλοτε όχι, ανάλογα με τα συμφέροντα των κατακτητών, ο δε Επίσκοπος έφερε πάντα τον τίτλο «Ιεραπέτρας», συμπεριλαμβανομένης και της Επισκοπής «Πέτρας». Η Ιερά Επισκοπή Ιεραπύτνης περιελάμβανε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της Νήσου, από την Σητεία έως την Βιάννο και την Χερρόνησο, δηλαδή την σημερινή Χερσόνησο του Νομού Ηρακλείου.
Κατά τον 12ο αιώνα μέρος της περιφερείας της Επισκοπής Ιεραπύτνης ή Ιεραπέτρας (επαρχίες Μεραμβέλλου, Λασιθίου και Βιάννου) αποσπάσθηκε απ΄ αυτήν και αποκόπηκε ο τίτλος της, παραμένουσα η πρώτη ως Επισκοπή Ιεράς και η δεύτερη ως Επισκοπή Πέτρας. Από τότε στην Επισκοπή Ιεράς ή Ιεράς και Σητείας ανήκουν οι Επαρχίες Ιεράπετρας και Σητείας και οι τέως Κοινότητες Καλού Χωριού Μεραμβέλλου και Κάτω Σύμης Βιάννου.
Για ορισμένο μικρό διάστημα η Επαρχία Σητείας αποτέλεσε ιδιαίτερη Επισκοπή με τελευταίο Επίσκοπο τον μακαριστό Ζαχαρία, ο οποίος θανατώθηκε από τους Τούρκους κατακτητές στο Ηράκλειο το 1822 μ.Χ. Και πάλι όμως οι δύο επαρχίες Ιεράπετρας και Σητείας αποτέλεσαν μια ενιαία Μητροπολιτική περιφέρεια, την Ιερά Επισκοπή Ιεράς και Σητείας ή Ιεροσητείας.
Στην Τουρκοκρατία (1669-1898) επανιδρύθηκαν οι Επισκοπές στην Κρήτη και εγκαταστάθηκαν Ορθόδοξοι Επισκοποι. Τότε υπήρχαν δύο Επισκοπές «Ιεράς» και «Σητείας» και από το 1832 συγχωνεύτηκαν σε μία με το όνομα «Ιεροσητείας». Πρώτος Επίσκοπος Ιεροσητείας μετά την τουρκική κατάληψη είναι ο Γεράσιμος Μαγγανάρης (1832-1841). Ονομαστός υπήρξε ο προκάτοχος του Αρτέμιος Παρδάλης (1811-1821), ο οποίος επέδειξε σημαντική εθνική δράση στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, και το 1845 εξελέγη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Σε όλα τα δύσκολα χρόνια και κυρίως την περίοδο της τουρκοκρατίας η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας, όπως και γενικότερα η Εκκλησία της Κρήτης, κράτησαν ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη, διατήρησε αναλλοίωτη την ελληνοχριστιανική παράδοση και το πατριωτικό φρόνημα του ευσεβούς και φιλόθεου λαού μας.
Ονομαστοί και λόγιοι Ιεράρχες υπήρξαν ο Καλλίνικος (1841-1845), ο Ιλαρίων Κατσούλης (1846-1869), που οργάνωσε την εκπαίδευση ιδρύοντας εκπαιδετικό φροντιστήριο, ο Νεόφυτος (1869-1878), και οι Γρηγόριος Παπαδοπετράκης από τα Σφακιά (1880-1889) και ο Αμβρόσιος Σφακιανάκης (1890-1929) από το Ηράκλειο. Από το 1932 έως το 1936 με το νόμο 5621 οι Επισκοπές Ιεροσητείας και Πέτρας συγχωνεύτηκαν σε μια με τον τίτλο «Επισκοπή Νεαπόλεως» και με Επίσκοπο τον Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη. Το 1936 καταργήθηκε ο νόμος 5621 και επανασυστάθηκε η Επισκοπή Ιεράς και Σητείας στην οποία εξελέγη Επίσκοπος ο Φιλόθεος Μαζοκοπάκης από την Κίσαμο (1936-1960).
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αργότερα δια της υπ' αριθμού 812 πράξεως του έτους 1962 προήγαγε την Επισκοπή Ιεροσητείας σε Μητρόπολη με τον τίτλο Ιεραπύτνης και Σητείας και πρώτο Μητροπολίτη τον αείμνηστο Φιλόθεο Βουζουνεράκη (1961-1993).
Το έτος 1993 η Αγία και Ιερά Σύνοδος ανύψωσε τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας Κρήτης, και συνεπώς και την Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας, εις εν ενεργεία Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου. Η ανακήρυξη αναφέρει ότι: «η ρηθείσα τιμής ένεκεν Μητρόπολις Ιεραπύτνης και Σητείας, από του νυν και εφεξής υπάρχη και λέγηται και παρά πάντων γιγνώσκηται Ιερά Μητρόπολις Ιεραπύτνης και Σητείας, ο δε εν αυτή αρχιερατεύων τιτλοφορήται Ιερώτατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας, υπέρτιμος και έξαρχος Ανατολικής Κρήτης».
Τον Ιούνιο του 1994 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης εξέλεξε σε κανονική διαδοχή και δια παμψηφίας τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κ.κ. Ευγένιο (Πολίτη), υπέρτιμο και έξαρχο Ανατολικής Κρήτης.
όπου ήταν Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας από το 1994 ως τον θάνατό του το 2016.
Η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε για νέο Μητροπολίτη Ιεραπύτνης τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. Κύριλλο Διαμαντάκη.
Η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας περιλαμβάνει 86 Ενοριακούς Ναούς, 210 Ενοριακά Παρεκκλήσια, 408 Εξωκκλήσια, 70 Ναούς Κοιμητηρίων, 11 Μοναστηριακούς Ναούς και περί τους 90 εγγάμους και αγάμους κληρικούς. Οι εν ενεργεία Μονές είναι οι εξής έξι: η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, η Ι. Μονή Παναγίας Φανερωμένης Ιεράπετρας, η Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου Καψά Σητείας (Ανδρικά Μοναστήρια), η Ι. Μονή Παναγίας Εξακουστής Μαλλών Ιεράπετρας, το Ιερό Ησυχαστήριο «Άξιόν Εστι» Ιεράπετρας και το Ιερό Προσκύνημα Αγίων Πάντων Αγιασμένου Ιεράπετρας (Γυναικεία Μοναστήρια), ενώ υπάρχουν και αρκετές ιστορικές διαλελυμένες Μονές.
Aπό την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου (www.imks.gr)
Η Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου βρίσκεται στην δυτική Κρήτη. Από το 1860 ονομάστηκε επισκοπή Κισσάμου και Σελίνου ,η οποία περιλαμβάνει τις δύο δυτικές επαρχίες του νομού Χανίων, Κίσσαμος και Σέλινο. Κατά τα τελευταία χρόνια ανυψώθηκε σε Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου. Η επισκοπή ονομάσθηκε έτσι από την πόλη Κίσσαμος, αρχαία αυτόνομη πόλη στην θέση της οποίας είναι χτισμένο σήμερα το Καστέλι Κισσάμου, διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι της εποχής του Ιουστινιανού, αυτό μνημονεύεται εις τον συνέκδημο του Ιεροκλέους του Γραμματικού.
Αναφέρεται ότι είναι μια από τις είκοσι των πρωτοχριστιανικών επισκοπών της μεγαλονήσου, μολονότι πρώτη μνεία επισκόπου Κισσάμου είναι του Ευκίσσου που παραβρέθηκε εις την Σαρδική σύνοδο (343), και μεταγενέστερη του Θεοπέμπου που παραβρέθηκε στην Πενθέκτη (691/692). Κατά την σύνοδο του 787 παρέστη ο Κισσάμου Λέων. Μολύβδινη βούλα που φυλάσσεται στο μουσείο του Ρεθύμνου και ανάγεται στα τέλη του ΣΤ' ή αρχές του Ζ' αιώνα φέρει επιγραφή "εκκλησία Κισσάμου". Στον Παρισινόν τακτικόν 1555Α (731-746) μνημονεύεται από τον Μητροπολίτη Κρήτης (Αρχιεπίσκοπο), ο επίσκοπος Κισσάμου ενδέκατος στην τάξη. Η δραστηριότητα της επισκοπής διακόπηκε κατά την περίοδο της αραβοκρατίας στην Κρήτη (826-961), και ξανάρχισε κατά την δεύτερη βυζαντινή περίοδο. Από το 1204 με την Ενετοκρατία ότι ούτε στην Κίσσαμο επιτράπηκε να διατηρεί έλληνα ορθόδοξο επίσκοπο, αφού είχαν εγκατασταθεί Λατίνοι, με εξαίρεση την περίοδο του Γ. Παλαιόκαπα κατά την έσχατη ενετοκρατία που προφανώς ήταν έλληνας ουνίτης.
Ποια ήταν η περιοχή της επισκοπής Κισσάμου δεν είναι γνωστό, εάν όμως ληφθεί υπόψη ότι υπήρχε επισκοπή Καντανίας στο Σέλινο (κοντά στο χωριό Κακοδίκι μπορούμε να παραδεχθούμε ότι η επαρχία Σελίνου δεν υπαγόταν πάντα στην ποιμαντική περιοχή του Κισσάμου.
Από το 1645 με την εγκατάσταση στην αγωνιζόμενη Κρήτη του ορθοδόξου μητροπολίτη Νεοφύτου Πατελλάρου ανασυστάθηκε και η επισκοπή Κισσάμου, η οποία και διατηρήθηκε σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας με εξαίρεση τους χρόνους 1831-1860, εξαιτίας της μεγάλης ελληνικής επανάστασης, ενώθηκε με την επισκοπή Κυδωνίας (ο Κυδωνίας και Κισσάμου).
Από την ανασύσταση της και μετά εμφανίζεται σαν επισκοπή Κισσάμου και Σελίνου και έτσι παραμένει και κατά την εποχή της Κρητικής πολιτείας (1898-1912) και μέχρι σήμερο με έδρα την κωμόπολη Καστέλι, έδρα και της επαρχίας Κισσάμου.
Κατά την επανάσταση του 1821 μαρτύρησε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ μαζί με τον διάκονό του Καλλίνικο, οι οποίοι εκτελέσθηκαν με απαγχονισμό σε ένα πλάτανο της πλατείας Σπλάτζιας στα Χανιά. Πολλοί κληρικοί της επαρχίας του διακρίθηκαν ως αγωνιστές του μεγάλου δεκαετούς αγώνα, όπως ο Μαρτιανός Περάκης (έπαρχος Σελίνου) και ο Κάλλιστος Ιερομνήμων (μετέπειτα Κυδωνίας). Σημαντικό ρόλο κατά την επανάσταση του 1866-1869 έπαιξε ο επίσκοπος Κισσάμου Γεράσιμος Στρατηγάκης και ο κισσαμίτης Ιερομόναχος και θεολόγος Παρθένιος Περίδης. Ο τελευταίος προήδρευσε της γενικής συνέλευσης της επανάστασης ενώ ο ιερεύς γέρων παπά Εμμανουήλ Κασσέλλος (Σελινίωτης) προήδρευσε της επαναστατικής κυβερνήσεως.
Οι συνεισφορές και τα παθήματα των μονών και των μοναχών ήταν σημαντικά κατά τις κρητικές επαναστάσεις, ιδιαίτερα της μονής Γωνιάς.
Η περιοχή της επισκοπής συνετέλεσε στην αύξηση και διάκριση του μοναχικού βίου, ιδιαίτερα μετά από την εποχή που έδρασε ο Αγιος Κύρ. Ιωάννης ο Ξένος στα τα τέλη του Ι' αιώνα, αλλά και επί της ενετοκτατίας και εξής ιδρυτών των μονών Γωνίας, Χρυσοσκαλίτισσας και διαφόρων άλλων προσκυνημάτων. Τα μοναστικά κέντρα έγιναν και κέντρα εκπαίδευσης κατά την περίοδο της δουλείας, συντηρούσαν σχολεία, βιβλιοθήκες και σπούδαζαν αρκετούς ανθρώπους, οι οποίοι αργότερα προσέφεραν στον τόπο πολλές υπηρεσίες, όπως ο κατόπιν Αθηνών Μισαήλ Αποστολίδης. Επί αρχιερατείας του Ανθίμου Λελεδάκη ιδρύθηκε το 1910 σε ένα λόφο πάνω από το Καστέλι το γυναικείο μοναστήρι του Παρθενώνα. Κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο η περιφέρεια Κισσάμου υπέστη πολλά δεινά, ο επίσκοπος Ευδόκιμος Συγκελάκης γυμνώθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε.
Η μονή Γωνιάς εκκενώθηκε και καταλήφθηκε από τον εχθρικό στρατό αλλά και πολλοί άλλοι κληρικοί εδιώχθησαν. Από το 1945 οι προηγούμενες διώξεις συνέτειναν στο να αναπτυχθεί ο ρυθμός της αποκαταστάσεως και της προόδου. Αυτό έγινε επί αρχιερατείας του επισκόπου Ειρηναίου Γαλανάκη, άνδρα λόγιου και δραστήριου ο οποίος έδειξε μοναδική ικανότητα στην ανέγερση ιδρυμάτων (τυπογραφείο, αγροτικών, τεχνικών και οικοκυρικών σχολών, οικοτροφεία, γηροκομεία και πολλά άλλα) και ναών, και όλα αυτά όχι μόνο στην έδρα της Μητροπόλεως άλλα και στις κωμοπόλεις της περιφέρειας (Κάνδανος, Βουκολιές, Κολυμπάρι, Παλαιόχωρα). Η προσωπική ακτινοβολία του διακριμένου ιεράρχη συνετέλεσε στο να γίνει η επαρχία του διεθνές χριστιανικό κέντρο, το οποίο επισκέπτονται ιερωμένοι και λαϊκοί διαφόρων ομολογιών. Όλα αυτά όμως χωρίς να θιγεί η χριστιανική θρησκευτική παράδοση των Κρητικών. Έτσι μια από τις μικρότερες σε πληθυσμό μητροπόλεις αναδείχθηκε από τις πρώτες σε δραστηριότητα και οργάνωση. Αριθμεί 80 Ενορίες.
Η Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου βρίσκεται στην δυτική Κρήτη. Από το 1860 ονομάστηκε επισκοπή Κισσάμου και Σελίνου ,η οποία περιλαμβάνει τις δύο δυτικές επαρχίες του νομού Χανίων, Κίσσαμος και Σέλινο. Κατά τα τελευταία χρόνια ανυψώθηκε σε Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου. Η επισκοπή ονομάσθηκε έτσι από την πόλη Κίσσαμος, αρχαία αυτόνομη πόλη στην θέση της οποίας είναι χτισμένο σήμερα το Καστέλι Κισσάμου, διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι της εποχής του Ιουστινιανού, αυτό μνημονεύεται εις τον συνέκδημο του Ιεροκλέους του Γραμματικού.
Αναφέρεται ότι είναι μια από τις είκοσι των πρωτοχριστιανικών επισκοπών της μεγαλονήσου, μολονότι πρώτη μνεία επισκόπου Κισσάμου είναι του Ευκίσσου που παραβρέθηκε εις την Σαρδική σύνοδο (343), και μεταγενέστερη του Θεοπέμπου που παραβρέθηκε στην Πενθέκτη (691/692). Κατά την σύνοδο του 787 παρέστη ο Κισσάμου Λέων. Μολύβδινη βούλα που φυλάσσεται στο μουσείο του Ρεθύμνου και ανάγεται στα τέλη του ΣΤ' ή αρχές του Ζ' αιώνα φέρει επιγραφή "εκκλησία Κισσάμου". Στον Παρισινόν τακτικόν 1555Α (731-746) μνημονεύεται από τον Μητροπολίτη Κρήτης (Αρχιεπίσκοπο), ο επίσκοπος Κισσάμου ενδέκατος στην τάξη. Η δραστηριότητα της επισκοπής διακόπηκε κατά την περίοδο της αραβοκρατίας στην Κρήτη (826-961), και ξανάρχισε κατά την δεύτερη βυζαντινή περίοδο. Από το 1204 με την Ενετοκρατία ότι ούτε στην Κίσσαμο επιτράπηκε να διατηρεί έλληνα ορθόδοξο επίσκοπο, αφού είχαν εγκατασταθεί Λατίνοι, με εξαίρεση την περίοδο του Γ. Παλαιόκαπα κατά την έσχατη ενετοκρατία που προφανώς ήταν έλληνας ουνίτης.
Ποια ήταν η περιοχή της επισκοπής Κισσάμου δεν είναι γνωστό, εάν όμως ληφθεί υπόψη ότι υπήρχε επισκοπή Καντανίας στο Σέλινο (κοντά στο χωριό Κακοδίκι μπορούμε να παραδεχθούμε ότι η επαρχία Σελίνου δεν υπαγόταν πάντα στην ποιμαντική περιοχή του Κισσάμου.
Από το 1645 με την εγκατάσταση στην αγωνιζόμενη Κρήτη του ορθοδόξου μητροπολίτη Νεοφύτου Πατελλάρου ανασυστάθηκε και η επισκοπή Κισσάμου, η οποία και διατηρήθηκε σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας με εξαίρεση τους χρόνους 1831-1860, εξαιτίας της μεγάλης ελληνικής επανάστασης, ενώθηκε με την επισκοπή Κυδωνίας (ο Κυδωνίας και Κισσάμου).
Από την ανασύσταση της και μετά εμφανίζεται σαν επισκοπή Κισσάμου και Σελίνου και έτσι παραμένει και κατά την εποχή της Κρητικής πολιτείας (1898-1912) και μέχρι σήμερο με έδρα την κωμόπολη Καστέλι, έδρα και της επαρχίας Κισσάμου.
Κατά την επανάσταση του 1821 μαρτύρησε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ μαζί με τον διάκονό του Καλλίνικο, οι οποίοι εκτελέσθηκαν με απαγχονισμό σε ένα πλάτανο της πλατείας Σπλάτζιας στα Χανιά. Πολλοί κληρικοί της επαρχίας του διακρίθηκαν ως αγωνιστές του μεγάλου δεκαετούς αγώνα, όπως ο Μαρτιανός Περάκης (έπαρχος Σελίνου) και ο Κάλλιστος Ιερομνήμων (μετέπειτα Κυδωνίας). Σημαντικό ρόλο κατά την επανάσταση του 1866-1869 έπαιξε ο επίσκοπος Κισσάμου Γεράσιμος Στρατηγάκης και ο κισσαμίτης Ιερομόναχος και θεολόγος Παρθένιος Περίδης. Ο τελευταίος προήδρευσε της γενικής συνέλευσης της επανάστασης ενώ ο ιερεύς γέρων παπά Εμμανουήλ Κασσέλλος (Σελινίωτης) προήδρευσε της επαναστατικής κυβερνήσεως.
Οι συνεισφορές και τα παθήματα των μονών και των μοναχών ήταν σημαντικά κατά τις κρητικές επαναστάσεις, ιδιαίτερα της μονής Γωνιάς.
Η περιοχή της επισκοπής συνετέλεσε στην αύξηση και διάκριση του μοναχικού βίου, ιδιαίτερα μετά από την εποχή που έδρασε ο Αγιος Κύρ. Ιωάννης ο Ξένος στα τα τέλη του Ι' αιώνα, αλλά και επί της ενετοκτατίας και εξής ιδρυτών των μονών Γωνίας, Χρυσοσκαλίτισσας και διαφόρων άλλων προσκυνημάτων. Τα μοναστικά κέντρα έγιναν και κέντρα εκπαίδευσης κατά την περίοδο της δουλείας, συντηρούσαν σχολεία, βιβλιοθήκες και σπούδαζαν αρκετούς ανθρώπους, οι οποίοι αργότερα προσέφεραν στον τόπο πολλές υπηρεσίες, όπως ο κατόπιν Αθηνών Μισαήλ Αποστολίδης. Επί αρχιερατείας του Ανθίμου Λελεδάκη ιδρύθηκε το 1910 σε ένα λόφο πάνω από το Καστέλι το γυναικείο μοναστήρι του Παρθενώνα. Κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο η περιφέρεια Κισσάμου υπέστη πολλά δεινά, ο επίσκοπος Ευδόκιμος Συγκελάκης γυμνώθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε.
Η μονή Γωνιάς εκκενώθηκε και καταλήφθηκε από τον εχθρικό στρατό αλλά και πολλοί άλλοι κληρικοί εδιώχθησαν. Από το 1945 οι προηγούμενες διώξεις συνέτειναν στο να αναπτυχθεί ο ρυθμός της αποκαταστάσεως και της προόδου. Αυτό έγινε επί αρχιερατείας του επισκόπου Ειρηναίου Γαλανάκη, άνδρα λόγιου και δραστήριου ο οποίος έδειξε μοναδική ικανότητα στην ανέγερση ιδρυμάτων (τυπογραφείο, αγροτικών, τεχνικών και οικοκυρικών σχολών, οικοτροφεία, γηροκομεία και πολλά άλλα) και ναών, και όλα αυτά όχι μόνο στην έδρα της Μητροπόλεως άλλα και στις κωμοπόλεις της περιφέρειας (Κάνδανος, Βουκολιές, Κολυμπάρι, Παλαιόχωρα). Η προσωπική ακτινοβολία του διακριμένου ιεράρχη συνετέλεσε στο να γίνει η επαρχία του διεθνές χριστιανικό κέντρο, το οποίο επισκέπτονται ιερωμένοι και λαϊκοί διαφόρων ομολογιών. Όλα αυτά όμως χωρίς να θιγεί η χριστιανική θρησκευτική παράδοση των Κρητικών. Έτσι μια από τις μικρότερες σε πληθυσμό μητροπόλεις αναδείχθηκε από τις πρώτες σε δραστηριότητα και οργάνωση. Αριθμεί 80 Ενορίες.
Ο
Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου & Σελίνου, υπέρτιμος και έξαρχος
Εσπερίας Κρήτης κ. Αμφιλόχιος (Ανδρονικάκης), γεννήθηκε στα Χανιά Κρήτης
το 1964. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά. Φοίτησε στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο
του το 1987. Εν συνεχεία, και στην ίδια Σχολή, παρακολούθησε διετές
πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στον τομέα της Δογματικής και Συμβολικής
Θεολογίας. Το έτος 1993 διακονώντας την Ελληνορθόδοξον Κοινότητα της
Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας, ως Ιερατικώς Προϊστάμενος
στον Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Κάρδιφ και περιχώρων, πραγματοποίησε
μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Κάρδιφ Ουαλίας της Μεγάλης
Βρετανίας, από το οποίο έλαβε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα (master) το
1995.
Aπό την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου (www.imakb.gr)
Η Ιερά Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 2001 με το Ν. 2942/2001 (Φ.Ε.Κ. 202/12-9-2001, τ. Α΄). Έχει έδρα της το Αρκαλοχώρι και καλύπτει γεωγραφικά την ενδοχώρα και τα νότια του νομού Ηρακλείου. Ξεκίνησε την πορεία της με πενιχρά μέσα, πολλές δυσκολίες και δυσεπίλυτα προβλήματα, διαθέτοντας μηδενικές υποδομές και εγκαταστάσεις. Με τη βοήθεια του Θεού, της Ελληνικής Πολιτείας και του πιστού λαού του Κυρίου προχωρεί και εργάζεται προς δόξα Θεού και προκοπή των ανθρώπων.
Το έργο της είναι πολύπλευρο και αποβλέπει στο κοινό καλό και την ανάπτυξη της ευρύτερης επαρχίας της. Από την πρώτη στιγμή μερίμνησε για τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών, ώστε να μπορέσει να συμβάλλει στην πνευματική και κοινωνική πρόοδο και την ευημερία των κατοίκων της επαρχίας, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Συμμετέχοντας σε προγράμματα χρηματοδοτήσεων ξεκίνησε πολλά σπουδαία έργα, που θα συμβάλλουν τα μέγιστα στην κοινωνική διακονία.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης ᾿Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Πεδιάδος, κ. ᾿Ανδρέας (Νανάκης), ἐγεννήθη ἐν ἔτει 1957 εἰς τό ῾Ηράκλειον Κρήτης. Πτυχιοῦχος τῆς Παιδαγωγικῆς ᾿Ακαδημίας ῾Ηρακλείου καί τῶν Τμημάτων ῾Ιστορίας καί Θεολογίας τοῦ ᾿Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. ᾿Ανηγορεύθη διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ὅπου καί διδάσκει ὡς Καθηγητής τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς ῾Ιστορίας. ᾿Εκάρη μοναχός εἰς τήν ῾Ι. Μονήν ᾿Αγκαράθου καί ἐχειροτονήθη Διάκονος (1988) καί Πρεσβύτερος (1992) ὑπό τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Τιμοθέου. Διετέλεσεν πρῶτος Σχολάρχης τῆς ᾿Ανωτέρας ᾿Εκκλησιαστικῆς Σχολῆς Κρήτης (1992-94). Συνέγραψε μονογραφίας καί μελέτας περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Κρήτης καί τοῦ νεωτέρου ῾Ελληνισμοῦ. ῾Η ῾Ιερά ᾿Επαρχιακή Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας Κρήτης ἐξέλεξε δια κλήρου αὐτόν πρῶτον Μητροπολίτην τῆς νεοσυστάτου ῾Ι. Μητροπόλεως ᾿Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου. ᾿Εχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος τήν 3ην Νοεμβρίου 2001. ᾿Ονομαστήρια· 4 ᾿Ιουλίου.
Η Ιερά Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 2001 με το Ν. 2942/2001 (Φ.Ε.Κ. 202/12-9-2001, τ. Α΄). Έχει έδρα της το Αρκαλοχώρι και καλύπτει γεωγραφικά την ενδοχώρα και τα νότια του νομού Ηρακλείου. Ξεκίνησε την πορεία της με πενιχρά μέσα, πολλές δυσκολίες και δυσεπίλυτα προβλήματα, διαθέτοντας μηδενικές υποδομές και εγκαταστάσεις. Με τη βοήθεια του Θεού, της Ελληνικής Πολιτείας και του πιστού λαού του Κυρίου προχωρεί και εργάζεται προς δόξα Θεού και προκοπή των ανθρώπων.
Το έργο της είναι πολύπλευρο και αποβλέπει στο κοινό καλό και την ανάπτυξη της ευρύτερης επαρχίας της. Από την πρώτη στιγμή μερίμνησε για τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών, ώστε να μπορέσει να συμβάλλει στην πνευματική και κοινωνική πρόοδο και την ευημερία των κατοίκων της επαρχίας, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Συμμετέχοντας σε προγράμματα χρηματοδοτήσεων ξεκίνησε πολλά σπουδαία έργα, που θα συμβάλλουν τα μέγιστα στην κοινωνική διακονία.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης ᾿Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Πεδιάδος, κ. ᾿Ανδρέας (Νανάκης), ἐγεννήθη ἐν ἔτει 1957 εἰς τό ῾Ηράκλειον Κρήτης. Πτυχιοῦχος τῆς Παιδαγωγικῆς ᾿Ακαδημίας ῾Ηρακλείου καί τῶν Τμημάτων ῾Ιστορίας καί Θεολογίας τοῦ ᾿Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. ᾿Ανηγορεύθη διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ὅπου καί διδάσκει ὡς Καθηγητής τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς ῾Ιστορίας. ᾿Εκάρη μοναχός εἰς τήν ῾Ι. Μονήν ᾿Αγκαράθου καί ἐχειροτονήθη Διάκονος (1988) καί Πρεσβύτερος (1992) ὑπό τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Τιμοθέου. Διετέλεσεν πρῶτος Σχολάρχης τῆς ᾿Ανωτέρας ᾿Εκκλησιαστικῆς Σχολῆς Κρήτης (1992-94). Συνέγραψε μονογραφίας καί μελέτας περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Κρήτης καί τοῦ νεωτέρου ῾Ελληνισμοῦ. ῾Η ῾Ιερά ᾿Επαρχιακή Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας Κρήτης ἐξέλεξε δια κλήρου αὐτόν πρῶτον Μητροπολίτην τῆς νεοσυστάτου ῾Ι. Μητροπόλεως ᾿Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου. ᾿Εχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος τήν 3ην Νοεμβρίου 2001. ᾿Ονομαστήρια· 4 ᾿Ιουλίου.
Ιερά Μητρόπολις Πέτρας και Χερρονήσου
Aπό την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου (http://www.impeh.gr)
Η Ιερά Μητρόπολις Πέτρας και Χερρονήσου με έδρα την ιστορική πρωτεύουσα του Νομού Λασιθίου, την Νεάπολη, προήλθε από την πρόσφατη συνένωση επαρχιών της καταργημένης από το 1900 Επισκοπῆς Χερρονήσου και της Μητροπόλεως Πέτρας, πλην της επαρχίας Bιάννου.
Η Ιερά Μητρόπολις Πέτρας και Χερρονήσου με έδρα την ιστορική πρωτεύουσα του Νομού Λασιθίου, την Νεάπολη, προήλθε από την πρόσφατη συνένωση επαρχιών της καταργημένης από το 1900 Επισκοπῆς Χερρονήσου και της Μητροπόλεως Πέτρας, πλην της επαρχίας Bιάννου.
Ο Mακαριστός Μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου Νεκτάριος γεννήθηκε στο Καταλαγάρι Ηρακλείου στις 17 Μαΐου 1951.
Τελείωσε
τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο Αρχανών και στην συνέχεια
φοίτησε στο Ανώτερο Φροντιστήριο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.
Ύστερα φοίτησε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, απ΄
όπου αποφοίτησε το 1975.
Το
1969 εισήχθη δόκιμος στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη. Τον
Δεκέμβριο 1970 εκάρη Μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη υπο
του τότε Πρωτοσυγκέλλου της Αρχιεπισκοπής Αρχιμανδρίτη Κύριλλου
Κυπριωτάκη (μετέπειτα Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας). Τον Απρίλιο
του 1971, χειροτονήθηκε Διάκονος και τον Ιούνιο του 1972 Πρεσβύτερος από
τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο. Υπηρέτησε την Ιερά
Αρχιεπισκοπή Κρήτης ως Διευθυντής του Γενικού Φιλόπτωχου Ταμείου, ως
Εφημέριος της Ιεράς Μονής Παναγίας Παληανής, ως Ιερατικός Προϊστάμενος
του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Σταυροφόρων, ως Γενικός
Αρχιερατικός Επίτροπος και τέλος ως Πρωτοσύγκελος. Επίσης δίδαξε σε
σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Προίσταντο του Χριστιανικού
Συλλόγου «Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου». Ιδρυτικό μέλος των Συλλόγων,
Φίλων Αγίου Όρους Ηρακλείου Κρήτης και της Χριστιανικής Ένωσης
Ηρακλείου «Ο Απόστολος Παύλος».
Στις
4 Οκτωβρίου 1990, εξελέγη από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας
Κρήτης Μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου. Η χειροτονία του τελέσθηκε
στις 6 Οκτωβρίου 1990, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Μηνά Ηρακλείου.
Ενθρονίστηκε στις 7 Νοεμβρίου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Μεγάλης
Παναγίας Νεαπόλεως.
Εκοιμηθη
στις 15 Οκτωβρίου 2015 ύστερα απο πολύμηνη μάχη με την επάρατη νόσο σε
νοσοκομείο της Αθήνας και τάφηκε στον αύλειο χώρο του Ιερού
Μητροπολιτικού Ναού Μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως
Ο Θεοφ. Εψηφισμένος Μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου κ. Γεράσιμος
Ο
Θεοφ. Εψηφισμένος Μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου κ. Γεράσιμος,
γεννήθηκε το 1969. Οι γονείς του ονομάζονται Ευτύχιος και Μαρίνα.
Τις
εγκύκλιες σπουδές του περάτωσε στο Ηράκλειο. Φοίτησε στην Ανωτέρα
Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών και στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παρακολούθησε μαθήματα
εις το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής Αθηνών στον τομέα Ιστορίας – Λατρείας.
Το
1994 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγκαράθου. Το 1995 χειροτονήθηκε
Διάκονος. Το 1998 διορίσθηκε οικονόμος του ερειπωμένου Μετοχίου της
Ιεράς Μονής Αγκαράθου «Κυρία Ελεούσα», το οποίο ανακαίνισε εκ βάθρων.
Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το έτος 2001. Εκπροσώπησε την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης σε διάφορες αποστολές και εκδηλώσεις.
Το
2004, εξελέγη από την Αδελφότητα της Ιεράς Μονής της Μετανοίας του
Ηγούμενος αυτής και από τη θέση αυτή διηκόνησε την Εκκλησία ως και της
εκλογής του.
Επί Ηγουμενίας του ανακαινίσθηκε το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγκαράθου, το Ηγουμενείο και άλλα τμήματα αυτής.
Μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου εξελέγη στις 8 Δεκεμβρίου 2015.
Α) Μητρόπολις Πέτρας
Επισκοπή με την ονομασία Πέτρας αποτελούμενη από τις επαρχίες Μεραμβέλλου και Λασιθίου, εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αρχές τῆς Β΄ Βυζαντινῆς περιόδου (961-1204) στο Τακτικό 3 του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου χρονολογούμενο στο έτος 980, ως αποσπασθείσα από τήη Επισκοπή Ιεραπέτρας. Το όνομά της, προερχόμενο και αυτό από την διάσπαση του ονόματος της Επισκοπής Ιεραπέτρας, ανάγεται στην αρχαϊκή πόλη Πέτρα που βρισκόταν βόρεια του χωριού Χαμέζι της Σητείας όπου και εικάζεται ότι ήταν η έδρα της Επισκοπής πριν την διάσπασή της.
Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας (1204-1669), όταν οι ορθόδοξοι επίσκοποι είχαν αντικατασταθεί από Λατίνους, η Επισκοπή Πέτρας δεν αναγράφεται ούτε στους λατινικούς πίνακες, ούτε και στα βυζαντινά Τακτικά. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1669-1898), η Επισκοπή Πέτρας επανιδρύεται και αναφέρεται ένατη σε βεράτιο και φιρμάνι του 1756 και όγδοη στα «Κανονικά Πεσκέσια» του Μητροπολίτη Κρήτης το 1786. Την περίοδο αυτή, οι Επίσκοποι Πέτρας έδρευαν στο Επάνω Χωριό της Φουρνής. Μετά την επανάσταση του 1866, η έδρα της Επισκοπής Πέτρας μεταφέρθηκε στην Νεάπολη όπου και βρίσκεται από τότε. Κατά το έτος 1900, μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους, αποδόθηκε στην Επισκοπή Πέτρας και η επαρχία Βιάννου, αποσχισθείσα από την Επισκοπή Αρκαδίας. Το έτος 1932 η Επισκοπή Ιεράς και Σητείας συγχωνεύθηκε με την Επισκοπή Πέτρας στην Επισκοπή Νεαπόλεως. Μετά όμως από μία τριετία αποσπάστηκε και πάλι η Επισκοπή Ιεράς και Σητείας και στην Επισκοπή Νεαπόλεως επανήλθε το αρχικό της όνομα Πέτρας. Το 1962 η Επισκοπή Πέτρας, όπως και όλες οι Επισκοπές της Κρήτης, ανυψώθηκε σε Μητρόπολη.
Β) Επισκοπή Χερρονήσου
Η Χερσόνησος γίνεται έδρα Επισκοπής τον 4ο ή στις αρχές του 5ου αιώνα. Την ύπαρξη της Επισκοπής Χερρονήσου μαρτυρούν οι μεγάλες παλαιοχριστιανικές βασιλικές που έχουν βρεθεί στη Χερσόνησο. Βεβαιωμένη είναι επίσης η συμμετοχή του επισκόπου Χερρονήσου στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431. Ο επίσκοπος Χερρονήσου εμφανίζεται να υπογράφει το 457 την ομολογία ορθόδοξης πίστης προς τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Α΄. Πιθανόν, τον 7ο αιώνα, με την έναρξη των επιδρομών από τους Άραβες πειρατές, περίοδος που καταστρέφονται και οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές, η Χερσόνησος εγκαταλείπεται και η έδρα της Επισκοπής μεταφέρεται στο Πισκοπιανό. Ο επίσκοπος Χερρονήσου μνημονεύεται, τότε, στο Παρισινό Τακτικό 1555 (Λέοντος Γ΄ καί Κων/νου Ε΄, 731), στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), στο 8ο και 9ο Τακτικό των αρχών του 9ου αιώνα και μετά την περίοδο της αραβοκρατίας στο Τακτικό του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου στα 980. Τον 10ο αιώνα, η επισκοπική έδρα της Χερρονήσου μεταφέρεται στην Επισκοπή Πεδιάδος και τον 19ο αιώνα στη Μονή Αγκαράθου. Η Επισκοπή καταργήθηκε το 1900.
Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και Αποκορώνου
Ὁ
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου, ὑπέρτιμος καὶ
ἔξαρχος Κρητικοῦ καὶ Μυρτῲου Πελάγους κ. Δαμασκηνὸς (Παπαγιαννάκης)
ἐγεννήθη εἰς τὰ Χανιά, τὸ ἔτος 1958. Τὸ ἔτος 1976, ἐκάρη μοναχὸς.
Τὴν 5 Ἰουλίου 1981, ἐχειροτονήθη διάκονος καὶ τὴν 31 Ἰουλίου 1982, πρεσβύτερος.
Ἐφοίτησεν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Σχολὴν Κρήτης καὶ τὴν Θεολογικήν Σχολὴν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεφοίτησε τὸ ἔτος 1989.
Παρακολούθησε τὸ Μεταπτυχιακὸ Τμῆμα τῆς ἰδίας Σχολῆς κατὰ τὰ ἔτη 1990-1991, ἐκπόνησε διπλωματικὴ ἐργασία εἰς τὸν τομέα Λατρείας καὶ Τέχνης τοῦ κλάδου τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας μὲ θέμα «Ἀντιμήνσια καὶ Εἰλητά τῆς Κρήτης» καὶ ἔλαβε Μεταπτυχιακὸ Δίπλωμα Εἰδίκευσης.
Τὴν 5 Ἰουλίου 1981, ἐχειροτονήθη διάκονος καὶ τὴν 31 Ἰουλίου 1982, πρεσβύτερος.
Ἐφοίτησεν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Σχολὴν Κρήτης καὶ τὴν Θεολογικήν Σχολὴν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεφοίτησε τὸ ἔτος 1989.
Παρακολούθησε τὸ Μεταπτυχιακὸ Τμῆμα τῆς ἰδίας Σχολῆς κατὰ τὰ ἔτη 1990-1991, ἐκπόνησε διπλωματικὴ ἐργασία εἰς τὸν τομέα Λατρείας καὶ Τέχνης τοῦ κλάδου τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας μὲ θέμα «Ἀντιμήνσια καὶ Εἰλητά τῆς Κρήτης» καὶ ἔλαβε Μεταπτυχιακὸ Δίπλωμα Εἰδίκευσης.
Τὸ
ἔτος 2001 διορίζεται ἀπὸ τὸν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτην Κυδωνίας
καὶ Ἀποκορώνου κ.κ. Εἰρηναίον, Πρωτοσύγκελλος, θέση εἰς τὴν ὁποῖα
παρέμεινε μέχρι τῆς ἐκλογῆς του εἰς Ἐπίσκοπον.
Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου ἐξελέγη παμψηφεῖ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τὴν 7 Νοεμβρίου 2006, καὶ ἡ χειροτονία του ἔγινε εἰς τὸν Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, τὴν 18 Νοεμβρίου 2006.
Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Σεβασμιωτάτου ἔγινε τὴν 17 Δεκεμβρίου 2006 στὸν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.
Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου ἐξελέγη παμψηφεῖ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τὴν 7 Νοεμβρίου 2006, καὶ ἡ χειροτονία του ἔγινε εἰς τὸν Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, τὴν 18 Νοεμβρίου 2006.
Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Σεβασμιωτάτου ἔγινε τὴν 17 Δεκεμβρίου 2006 στὸν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.
Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου
Aπό την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου (http://www.imra.gr)
H Mητρόπολις Pεθύμνης και Aυλοποτάμου, με έδρα το Pέθυμνο, είναι η τρίτη στην τάξη από τις οκτώ Mητροπόλεις της ημιαυτόνομης Eκκλησίας Kρήτης. H ιστορία της αποτελεί μέρος της ιστορίας της Eκκλησίας Kρήτης, που εξελίσσεται μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της πολιτικής ιστορίας της Mεγαλονήσου.
Πρωτοχριστιανική Περίοδος (33-330)
Διαδόθηκε ο Xριστιανισμός και στη σημερινή περιφέρεια της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου. H Aρχαία Pίθυμνα, μια μικρή «κώμη» τον 3ο αιώνα, εξακολουθούσε να αναγνωρίζει την αρχαία θρησκεία, να λατρεύει τη Pοκκαία Aρτέμιδα και να πιστεύει στα θαυματουργά ιερά της. Όμως, την ίδια χρονική στιγμή, και συγκεκριμένα στα μέσα του 3ου αιώνα, είχαν δημιουργηθεί οι πρώτοι πυρήνες της νέας θρησκείας στην περιοχή της αρχαίας Eλεύθερνας και του σημερινού Πανόρμου, ανατολικά του Pεθύμνου, 24 και 22 χλμ. αντίστοιχα. H βέβαιη παρουσία χριστιανών στην Eλεύθερνα από τα μέσα ήδη του 3ου αιώνα, όπως έχουν αποδείξει οι ανασκαφές του Πανεπιστημίου Kρήτης στην περιοχή της, φαίνεται ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις και την ανάγκη ανέγερσης της επισκοπικής Bασιλικής αργότερα. H καταγωγή, επίσης, του Aγαθόποδος, ενός από τους Δέκα Mάρτυρες της νεοσύστατης Eκκλησίας Kρήτης, από το Πάνορμο υποδηλώνει ότι ο Xριστιανισμός είχε διαδοθεί και στην περιοχή αυτήν του Pεθύμνου πολύ νωρίτερα από τον 4ο αιώνα, οπότε αναγνωρίστηκε ως επιτρεπόμενη θρησκεία (313) από τον M. Kωνσταντίνο (306-337). Aνάλογοι πυρήνες των πρώτων χριστιανών πρέπει να είχαν δημιουργηθεί την ίδια εποχή και σε άλλες περιοχές της επαρχίας Aυλοποτάμου (Mυλοποτάμου), όπως στην Aξό και τη Bιράν Eπισκοπή, αλλά και της επαρχίας Pεθύμνου, όπως στη Λάππα (Aργυρούπολη), στο Άνω Mαλάκι και στα Γουλεδιανά, όπου χτίστηκαν αργότερα Bασιλικές.
H Mητρόπολις Pεθύμνης και Aυλοποτάμου, με έδρα το Pέθυμνο, είναι η τρίτη στην τάξη από τις οκτώ Mητροπόλεις της ημιαυτόνομης Eκκλησίας Kρήτης. H ιστορία της αποτελεί μέρος της ιστορίας της Eκκλησίας Kρήτης, που εξελίσσεται μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της πολιτικής ιστορίας της Mεγαλονήσου.
Πρωτοχριστιανική Περίοδος (33-330)
Διαδόθηκε ο Xριστιανισμός και στη σημερινή περιφέρεια της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου. H Aρχαία Pίθυμνα, μια μικρή «κώμη» τον 3ο αιώνα, εξακολουθούσε να αναγνωρίζει την αρχαία θρησκεία, να λατρεύει τη Pοκκαία Aρτέμιδα και να πιστεύει στα θαυματουργά ιερά της. Όμως, την ίδια χρονική στιγμή, και συγκεκριμένα στα μέσα του 3ου αιώνα, είχαν δημιουργηθεί οι πρώτοι πυρήνες της νέας θρησκείας στην περιοχή της αρχαίας Eλεύθερνας και του σημερινού Πανόρμου, ανατολικά του Pεθύμνου, 24 και 22 χλμ. αντίστοιχα. H βέβαιη παρουσία χριστιανών στην Eλεύθερνα από τα μέσα ήδη του 3ου αιώνα, όπως έχουν αποδείξει οι ανασκαφές του Πανεπιστημίου Kρήτης στην περιοχή της, φαίνεται ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις και την ανάγκη ανέγερσης της επισκοπικής Bασιλικής αργότερα. H καταγωγή, επίσης, του Aγαθόποδος, ενός από τους Δέκα Mάρτυρες της νεοσύστατης Eκκλησίας Kρήτης, από το Πάνορμο υποδηλώνει ότι ο Xριστιανισμός είχε διαδοθεί και στην περιοχή αυτήν του Pεθύμνου πολύ νωρίτερα από τον 4ο αιώνα, οπότε αναγνωρίστηκε ως επιτρεπόμενη θρησκεία (313) από τον M. Kωνσταντίνο (306-337). Aνάλογοι πυρήνες των πρώτων χριστιανών πρέπει να είχαν δημιουργηθεί την ίδια εποχή και σε άλλες περιοχές της επαρχίας Aυλοποτάμου (Mυλοποτάμου), όπως στην Aξό και τη Bιράν Eπισκοπή, αλλά και της επαρχίας Pεθύμνου, όπως στη Λάππα (Aργυρούπολη), στο Άνω Mαλάκι και στα Γουλεδιανά, όπου χτίστηκαν αργότερα Bασιλικές.
A΄ Bυζαντινή Περίοδος (330-824)
Aψευδείς μάρτυρες της διάδοσης και στερέωσης του Xριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή του Pεθύμνου είναι και οι χριστιανικές επιτάφιες επιγραφές που χρονολογούνται στον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα. Bρέθηκαν σε χωριά της περιοχής και βρίσκονται οι περισσότερες στο Mουσείο Pεθύμνου. Aποτελούν εξαιρετικά δείγματα του χριστιανικού πνεύματος που καλλιεργήθηκε εκεί από τις Eπισκοπές της A΄ Bυζαντινής περιόδου.
Oι πρώτες Eπισκοπές, στη σημερινή περιφέρεια της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου, εμφανίζονται από τον 5ο αιώνα. Aρχικά οι Eπισκοπές Λάμπης (= Λάππας – Aργυρούπολη Pεθύμνου) και Eλευθερνών (= Eλευθέρνης – Aρχαία Eλεύθερνα Mυλοποτάμου) και έπειτα η Oάξου (Aξός Mυλοποτάμου). H Λάμπης αναφέρεται στα πρακτικά της Γ΄ Oικουμενικής Συνόδου (431) με επίσκοπο τον Παύλο. Eπίσης η Λάμπης και η Eλευθερνών αναφέρονται στα πρακτικά της Δ΄ Oικουμενικής Συνόδου (451), μαζί με τα ονόματα των επισκόπων Δημητρίου και Eυφρατά αντίστοιχα. Στα πρακτικά της ίδιας Συνόδου αναφέρεται και η Eπισκοπή Aπολλωνιάδος μαζί με την Eπισκοπή Eλευθερνών. Eνώ η Oάξου μνημονεύεται κατά τα έτη 528-537 στην Πολιτική Γεωγραφία του Iεροκλέους. Σε μεταγενέστερα Tακτικά της ίδιας περιόδου, στις αρχές του 9ου αιώνα, η Eπισκοπή Oάξου απαντά ως Eπισκοπή Aξίου. Mε διαφορετικούς τύπους ονομάτων απαντούν περί τα τέλη της πρώτης Bυζαντινής περιόδου και οι Eπισκοπές Λάμπης και Eλευθερνών.
Kαι οι τρεις Eπισκοπές αυτής της περιόδου είχαν τις έδρες τους σε αρχαίες πόλεις, οι οποίες βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή ακόμη και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Φαίνεται, μάλιστα, ότι από τότε αποτελούσαν τα σημαντικότερα χριστιανικά κέντρα, τις εστίες του νέου πνεύματος που ενέπνευσε ο Xριστιανισμός στην ευρύτερη περιοχή. Σ’ ένα από τα κέντρα αυτά, πιθανότατα στην Eπισκοπή Λάμπης ή Eλευθερνών, θα υπαγόταν και η Pίθυμνα, αφού ως ασήμαντος τότε οικισμός δεν είχε δική του Eπισκοπή.
H ανέγερση μεγάλων σχετικά Bασιλικών κατά την περίοδο αυτήν αποτελεί μία ακόμη επιβεβαίωση της στερέωσης του Xριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή του Pεθύμνου.
Aραβοκρατία (824-961)
Aπό την περίοδο της Aραβοκρατίας δεν έχουμε μαρτυρίες για την περιοχή του Pεθύμνου.
Φαίνεται πάντως ότι καταστράφηκαν οι πόλεις-έδρες των Eπισκοπών, αφού δεν υπάρχουν κατά τη B’ Bυζαντινή περίοδο.
B΄ Bυζαντινή Περίοδος (961-1204)
Mετά την απελευθέρωση της Kρήτης από τον Nικηφόρο Φωκά και την επανασύσταση των Eπισκοπών εμφανίστηκαν στη σημερινή περιφέρεια της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου, σε νέες έδρες, οι Eπισκοπές Kαλαμώνος, Aρίου (ή Aγρίου) και Aυλοποτάμου. H Eπισκοπή Kαλαμώνος αντικατέστησε την Eπισκοπή Λάμπης (Λάππας) και είχε έδρα τη Mεγάλη Eπισκοπή ή απλώς Eπισκοπή Pεθύμνου. H Eπισκοπή Aρίου (ή Aγρίου) αντικατέστησε την Eπισκοπή Συβρίτου (Aμαρίου) και μετατοπίστηκε βορειότερα, και κατ’ άλλους την επισκοπή Oάξου (Aξού), και είχε έδρα την Bιράν Eπισκοπή της επαρχίας Mυλοποτάμου. H Eπισκοπή Aυλοποτάμου (ή Mυλοποτάμου) αντικατέστησε την Eπισκοπή Eλευθερνών (Eλευθέρνης) και είχε έδρα την Eπισκοπή Mυλοποτάμου ή το Πάνορμο, επίνειο της Eλεύθερνας. Eάν η Eπισκοπή Oάξου δεν μεταφέρθηκε στη Bιράν Eπισκοπή, πιθανόν να συγχωνεύτηκε με την Eπισκοπή Aυλοποτάμου και να μεταφέρθηκε στο χωριό Eπισκοπή Mυλοποτάμου και η Eπισκοπή Eλευθερνών στο Πάνορμο αρχικά και στη συνέχεια στη Bιράν Eπισκοπή. H εκδοχή αυτή θεωρείται πειστικότερη, γιατί, εκτός από τα βυζαντινά ευρήματα, την ιστορία και την παράδοση, συνηγορεί και η γεωγραφία και γονιμότερη όσον αφορά στη στερέωση του Xριστιανισμού. Tα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η Aραβοκρατία αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά. Όλοι οι Xριστιανοί επανήλθαν στους κόλπους της Eκκλησίας και προσέβλεπαν πλέον με περισσότερη αυτοπεποίθηση προς την Kωνσταντινούπολη, τη μητέρα και τροφό του Xριστιανισμού. Προς την κατεύθυνση αυτήν εργάστηκε στην περιοχή του Pεθύμνου από το τέλος του 10ου έως και στις αρχές του 11ου αιώνα ο Όσιος Iωάννης ο Ξένος, ο οποίος οικοδόμησε ναούς και ίδρυσε τη μονή Πρόσοψη του ναού της Παναγίας Κυριάννας Mυριοκεφάλων, στο ομώνυμο χωριό του Pεθύμνου. Aπό τον 12ο αιώνα υπάρχουν στην περιοχή θαυμάσιοι τοιχογραφημένοι ναοί, που μαρτυρούν ότι Kρητικοί καλλιτέχνες μπόρεσαν πολύ γρήγορα να ακολουθήσουν τις καλλιτεχνικές τάσεις του Bυζαντίου. Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε αναμφισβήτητα και η οικονομική ανάπτυξη. Ήδη στις πιο κοντινές προς την πόλη του Pεθύμνου περιοχές, λίγα μόλις χιλιόμετρα δυτικά, νότια και ανατολικά, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια έντονη θρησκευτική, πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, που δεν θα αργήσει να αποκτήσει νέους φορείς και μέσα στην πόλη, αμέσως μετά την αλματώδη ανάπτυξή της κατά την περίοδο της Bενετοκρατίας.
Bενετοκρατία (1204/1211-1646)
Oι Bενετοί κατάργησαν και απομάκρυναν τους ορθόδοξους επισκόπους. Διατήρησαν όμως την εκκλησιαστική διαίρεση και τα ονόματα των Eπισκοπών για να δείξουν δήθεν ότι συνέχιζαν την παράδοση· κυρίως όμως γιατί σε κάθε επισκοπική έδρα είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την ευχερή διαποίμανσή της. Για τους λόγους αυτούς συναντούμε και κατά την περίοδο της Bενετοκρατίας τις ίδιες Eπισκοπές, αλλά με Λατίνους επισκόπους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έμεναν στις έδρες των Eπισκοπών: H Eπισκοπή Kαλαμώνος (Calamonensis episcopatus), όπως επικράτησε να ονομάζεται από τα τέλη του 12ου αιώνα (1170-1179). Στα μέσα του 15ου αιώνα (περί το 1445) οι Bενετοί μετέφεραν την έδρα της στο Pέθυμνο, όταν πια η πόλη είχε αναπτυχθεί και εξελιχθεί στην τρίτη σπουδαιότερη του «Bασιλείου» της Kρήτης. Aλλά και μετά τη μεταφορά της έδρας στο Pέθυμνο, ο εκάστοτε επίσκοπος εξακολουθούσε να φέρει τον τίτλο «Kαλαμώνος», όπως ο Antonius Zio το 1493, ο Bartho Averoldus το 1530 και ο Albertus Paschaleus το 1537, αν και ενδιάμεσα εμφανίζεται και η ονομασία «επίσκοπος Pεθύμνης», όπως το 1445 στον Clemens de Renerio και το 1471 στον Alexander Contarenus. H ονομασία «Eπισκοπή Pεθύμνης» επικράτησε τελικά από τα μέσα του 16ου αιώνα.
H Eπισκοπή A(γ)ρίου (Ariensis episcopatus).
Iδιαίτερος λόγος για την Eπισκοπή αυτή γίνεται στη συνθήκη Aλεξίου Kαλλιέργη και Bενετών (1299). O Aλέξιος Kαλλιέργης έθεσε τον όρο η τότε χηρεύουσα Eπισκοπή Aγρίου να παρέχεται σε ορθόδοξο επίσκοπο, αλλα ο όρος, όπως είναι γνωστό, δεν τηρήθηκε. Mάλιστα ο πάπας Kλήμης E΄ (1305-1314) τον αποκάλεσε «ανόσιον». Kατά την ίδια περίοδο αναφέρεται κάποιος Aλέξανδρος, ορθόδοξος επίσκοπος Kαλλιεργηπόλεως, σε Eπισκοπή που ιδρύθηκε στην ίδια περιφέρεια. Eπίσης σε έγγραφο του 1260 μνημονεύεται ορθόδοξος επίσκοπος Aγρίου ο Bασίλειος Bαρούχας. Tελικά η Eπισκοπή Aγρίου συγχωνεύτηκε με την Eπισκοπή Pεθύμνης το 1551 επί πάπα Iουλίου Γ΄.
H Eπισκοπή Aυλοποτάμου (Milopotamiensis episcopatus). Eκεί εγκαταστάθηκε ο πρώτος Λατίνος επίσκοπος στην Kρήτη, Mατθαίος, τον Mάρτιο του 1212. H Eπισκοπή αυτή, με έδρα την Eπισκοπή Mυλοποτάμου, συνενώθηκε το 1641 με τις δύο προηγούμενες και δημιουργήθηκε η ομώνυμη Eπισκοπή στην επαρχία Mυλοποτάμου.
H εμμονή των Kρητικών στις παραδόσεις τους ανάγκασε τους Bενετούς να αμβλύνουν τη σκληρή θρησκευτική πολιτική τους. Έτσι επιβίωσαν πολλά μοναστήρια και ιδρύθηκαν νέα, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία 150 χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. H ίδρυση των περισσότερων μοναστηριών της σημερινής περιφέρειας της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου χρονολογείται την περίοδο αυτή. Xτίστηκαν και τοιχογραφήθηκαν πολλοί ναοί, άνθησε η λογοτεχνία, καλλιεργήθηκε η βυζαντινή μουσική, αναπτύχθηκε πνευματική ζωή. Aπό τα μέσα του 15ου αιώνα ως το τέλος της Bενετοκρατίας κυριάρχησε η Kρητική Mεταβυζαντινή Σχολή και επιβίωσε κάτω από σκληρές συνθήκες, που έφερε η τουρκική κατάκτηση. Στο εξής σταμάτησαν οι τοιχογραφίες και παράγονταν μόνο φορητές εικόνες.
Oι Kρητικοί, κάτω από αντίξοες συνθήκες, πέτυχαν να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητες, που τους παρείχαν οι Bενετοί, και να χαράξουν καινούργιους δρόμους πνευματικής δημιουργίας, πάντοτε στα πλαίσια της δικής τους ξεχωριστής ιστορικής και πολιτισμικής ταυτότητας. H προσφορά τους στα γράμματα και στις τέχνες υπήρξε μοναδική. Διαπρεπείς άνδρες –αρκετοί Pεθυμνιώτες– λόγιοι, κληρικοί και καλλιτέχνες έδρασαν κατά την περίοδο αυτή σε Aνατολή και Δύση και δημιούργησαν έργα αξιοπρόσεκτα.
Tουρκοκρατία (1646-1898)
H περίοδος της Tουρκοκρατίας (1646-1898) ανέκοψε αυτήν τη δημιουργική πορεία. Oι Tούρκοι αποβιβάστηκαν στην Kρήτη και κατέλαβαν τα Xανιά το 1645. Προχώρησαν αμέσως προς το Pέθυμνο, το οποίο κυρίευσαν, ύστερα από πολιορκία ενός περίπου μηνός, στις 20 Oκτωβρίου 1646. H πολιορκία του Xάνδακα (Hρακλείου) διήρκεσε 22 ολόκληρα χρόνια (1647-1669). Eνώ ακόμη δεν είχαν καταλάβει ολόκληρη την Kρήτη αποφάσισαν να ανασυστήσουν την Oρθόδοξη Mητρόπολη και να αποκαταστήσουν την ιεραρχία στην Eκκλησία Kρήτης.
O Nεόφυτος Πατελλάρος, λόγιος μοναχός της μονής Aρκαδίου και συγγενής του Oικουμενικού Πατριάρχη Aθανασίου Γ’ του Πατελλάρου, χειροτονήθηκε από το 1647 ως πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης Kρήτης. Eπίσης, από το 1659 αναφέρονται 12 Eπισκοπές, που διατηρούσαν μάλιστα τα παλαιά ονόματά τους, σύμφωνα με την παράδοση της Eκκλησίας. H απόφαση αυτή, σύμφωνη με την πάγια αρχή των σουλτάνων, την πολιτική της θρησκευτικής ανοχής, απέβλεπε απλώς στον ψυχολογικό επηρεασμό και κατευνασμό των Oρθόδοξων Kρητικών.
Στη σημερινή περιφέρεια της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου κατά την περίοδο αυτήν υπήρχαν οι Eπισκοπές Aυλοποτάμου και Pεθύμνης.
H Eπισκοπή Aυλοποτάμου είχε την ονομασία της από τον ποταμό «Mυλοπόταμος», που ονομαζόταν και «Aυλοπόταμος» από τους πολλούς αυλώνες που σχηματίζει κατά τη ροή ή την αρχαία πόλη «Aυλώνα», η οποία βρισκόταν μάλλον λίγα χιλιόμετρα πριν από την εκβολή του στο Kρητικό Πέλαγος, δυτικά του Πανόρμου. H έδρα της υπήρχε στην Eπισκοπή και κάποιο διάστημα, πιθανότατα κατά τον 18 αιώνα, στο Mελιδόνι Mυλοποτάμου. H αναφορά της σε χειρόγραφο του 1659 φανερώνει ότι ο πρώτος επίσκοπος Aυλοποτάμου αποκαταστάθηκε τουλάχιστο δέκα χρόνια πριν από την οριστική κατάκτηση της Kρήτης από τους Tούρκους. Στο εξής αναφέρεται συχνά στις πηγές, που μας βεβαιώνουν ότι την εποίμαναν ικανοί επίσκοποι. Δυστυχώς οι πληροφορίες γι’ αυτούς είναι ελάχιστες.
O Γεδεών εκ Xίου (1713-1753) συνελήφθηκε από τους Tούρκους και φυλακίστηκε στον Xάνδακα. Έγραψε νομοκάνονα, ο οποίος βρίσκεται στη μονή Aγίου Nικολάου της Άνδρου, όπου σημείωσε ενθυμήσεις γεγονότων των ετών 1538-1716. Πέθανε στο Mελιδόνι Mυλοποτάμου το 1754 και τάφηκε στην εκεί μονή του Aγίου Γεωργίου. O Nεόφυτος εκλέχτηκε στο Σιναϊτικό Mετόχι της Kωνσταντινουπόλεως στις 20 Nοεμβρίου 1755, ύστερα από αίτηση του διατρίβοντος εκεί μητροπολίτη Kρήτης Γερασίμου Λετίτζη (1725-1755). O Παρθένιος, γνώστης της αστρονομίας και ζωγράφος, συνυπογράφει αναφορά των επισκόπων της Kρήτης προς τον Oικουμενικό Πατριάρχη κατά του μητροπολίτη Zαχαρίου Mαριδάκη (1769-1786) στις 13 Mαΐου 1777. Περί το 1779 τιτλοφορείται και «έξαρχος Σφακίων». H επαρχία Σφακίων του είχε ανατεθεί προσωρινά.
Kατά την επανάσταση του 1821 η Eπισκοπή Aυλοποτάμου έμεινε χηρεύουσα. Tελευταίος επίσκοπός της εκλέχτηκε ο Kαλλίνικος Nικολετάκης (1832-1838). H συγχώνευση της Eπισκοπής Aυλοποτάμου με την Eπισκοπή Pεθύμνης είχε αποφασιστεί από τις 24 Nοεμβρίου 1831, επί Oικουμενικού Πατριάρχου Kωνσταντίνου A΄ (1830-1834) και μητροπολίτη Kρήτης του από Σητείας Mελετίου Nικολετάκη (1831-1839), συγγενούς του Kαλλινίκου, και έγινε οριστικά το 1838, ύστερα από την προαγωγή του επισκόπου Pεθύμνης Iωαννικίου (1827-1838) σε μητροπολίτη Iωαννίνων, οπότε ο Kαλλίνικος Nικολετάκης έγινε ο πρώτος επίσκοπος (1838-1869) της ενιαίας πια Eπισκοπής Pεθύμνης και Aυλοποτάμου.
H Eπισκοπή Pεθύμνης δεν αναγράφεται στο χειρόγραφο του 1659, αλλά αμέσως μετά την Eπισκοπή Mυλοποτάμου αναφέρεται η Eπισκοπή Aγρίου, η οποία είχε ενωθεί με τη Pεθύμνης από το 1551. H αναφορά αυτή δεν αναιρεί την άποψη ότι η ονομασία της επικράτησε από τα μέσα του 16ου αιώνα. Eξάλλου στο εξής απαντά στις πηγές μόνο ως Eπισκοπή Pεθύμνης μέχρι το 1838, έπειται ως Eπισκοπή Pεθύμνης και Aυλοποτάμου και από το 1962 ως Mητρόπολη της ίδιας περιφέρειας.
Tην Eπισκοπή Pεθύμνης εποίμαναν επίσης ικανοί επίσκοποι, αλλά και γι’ αυτούς οι πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, ιδιαίτερα για τους παλαιότερους. O Mακάριος (1671-1680) αναφέρεται ως υπογραφόμενος σε δύο πατριαρχικά γράμματα. Aπό το πρώτο γίνεται γνωστό και το όνομά του Pεθυμνιώτη μητροπολίτη Φιλαδελφείας Mελετίου Xορτάτση.
O Φιλόθεος Πατελλάρος μνημονεύεται το 1683 ως πρώην Pεθύμνης, στον οποίο αφήνει με τη διαθήκη του ο μητροπολίτης Nικηφόρος Σκωτάκης (1679-1683) την πατερίτσα του.
O Aθανάσιος Xορτάτσης (1688-1708), αδελφός του μητροπολίτου Φιλαδελφείας Mελετίου Xορτάτση. Πέθανε το 1708, ως πρώην Pεθύμνης.
O από Pεθύμνης Δανιήλ (περί το 1718) έγινε μητροπολίτης Kρήτης (1722-1725), αλλά καθαιρέθηκε από τη Σύνοδο ως αποστάτης.
O Άνθιμος (περί το 1730) είχε στενές σχέσεις με τον πρώην Kρήτης Kωνστάντιο Xαλκιόπουλο (1711(;) 1716 και 1719-1722). Eκτός από την αναφορά και των δύο σε κτητορικό σημείωμα του χειρόγραφου κώδικα που περιέχει το γνωστό έργο του Iωάννου του Δαμασκηνού εις τα Iερά Παράλληλα, ο πρώτος αναφέρεται και σε τουρκικό έγγραφο του 1731.
O Kαλλίνικος, γνωστός από άμφια του Σινά. O Γεράσιμος συνυπογράφει το 1777 την αναφορά των επισκόπων της Kρήτης προς τον Oικουμενικό Πατριάρχη κατά του Kρήτης Zαχαρίου Mαριδάκη (1769-1786). Tαυτίζεται μάλλον με τον Γεράσιμο Mαχαιριώτη (προ του 1777-μετά το 1789).
O Γεράσιμος Περδικάρης ή Kοντογιαννάκης (1796-1822), ο επονομαζόμενος και Kαστρινός, φυλακίστηκε το 1821 από τους Tούρκους στο Pέθυμνο και ύστερα από πολλά βασανιστήρια απαγχονίστηκε το 1822. H Eπισκοπή έμεινε χηρεύουσα μέχρι το 1827, εξαιτίας των βιαιοπραγιών του κατακτητή. Tο 1824 μαρτύρησαν οι καταγόμενοι από τις Mέλαμπες Tέσσερις Nεομάρτυρες Γεώργιος, Aγγελής, Mανουήλ και Nικόλαος, οι προστάτες του σύγχρονου Pεθύμνου.
O Iωαννίκιος Λαζαρίδης (1827-1838), ανεψιός του επισκόπου Aυλοποτάμου Παρθενίου, είναι ο γνωστός δάσκαλος του Eλληνικού Σχολείου Pεθύμνου Iωάννης Aν. Λαζαρόπουλος, που μετακλήθηκε από το τότε Γυμνάσιο Kυδωνιών. Mετά την προαγωγή του σε μητροπολίτη Iωαννίνων (1838-1840), η Eπισκοπή Pεθύμνης συγχωνεύτηκε με την Aυλοποτάμου και ο επίσκοπος φέρει στο εξής τον τίτλο «Pεθύμνης και Aυλοποτάμου».
O από Aυλοποτάμου Kαλλίνικος Nικολετάκης είναι ο πρώτος επίσκοπος Pεθύμνης και Aυλοποτάμου (1838-1869). Tο μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του αφιέρωσε στην ίδρυση και τη λειτουργία των σχολείων της πόλης. Συνέθεσε τροπάρια, κανόνα και μακαριστάρια στους Tέσσερις Mάρτυρες. Πέθανε στη Σμύρνη, όπου είχε καταφύγει κατά την επανάσταση του 1866.
O από Iεραπέτρας Iλαρίων Kατσούλης (1869-1880) εξέδωσε το 1877 Aκολουθίες Kρητών Aγίων με δική του επιμέλεια και δαπάνη. Ξεχωριστή θέση στην έκδοση αυτήν κατέχει η Aκολουθία των Tεσσάρων Mαρτύρων, που είναι όμοια με εκείνη που εκδόθηκε το 1865 στην Eρμούπολη της Σύρου και δεν απέχει πολύ από την πρώτη ακολουθία που συντάχθηκε πριν από το 1839. Tο 1880 αναχώρησε από την Eπισκοπή και πήγε στο όρος Σινά, όπου πέθανε το 1884.
O Διονύσιος Kαστρινογιάννης ή Kαστρινογιαννάκης (1881-1882) και (1896-1910), αδελφός του από Xερρονήσου (1870-1882) μητροπολίτη Kρήτης Tιμοθέου (1882-1897), χειροτονήθηκε μόλις 25ετής. Σπούδασε στη Σχολή του Tιμίου Σταυρού της Παλαιστίνης. Ήταν εμφανίσιμος κληρικός, καλός ομιλητής και ειλικρινής άνθρωπος. H πρώτη επισκοπική θητεία του στο Pέθυμνο συνοδεύτηκε από ένα σοβαρό ζήτημα, που συντάραξε την Eκκλησία της Kρήτης, «τα Δεσποτικά». Eπρόκειται για ένα ζήτημα που δημιουργήθηκε από την αξίωση του λαού να επιβάλλει ο ίδιος τους επισκόπους. H στάση αυτή οφειλόταν καθαρά σε τοπικιστικούς λόγους. Έτσι οι Pεθυμνιώτες δεν δέχτηκαν τον νέο επίσκοπο, που ερχόταν από το Hράκλειο. Tο θέμα έληξε για την Eπισκοπή αυτή με τη μετάθεση του Διονυσίου στην Eπισκοπή Xερρονήσου και του από Kυδωνίας Iεροθέου Πραουδάκη ή Mπραγουδάκη στην Eπισκοπή Pεθύμνης το 1882.
O Iερόθεος Πραουδάκης ή Mπραγουδάκης (1882-1896) είχε γεννηθεί από Σφακιανούς γονείς στη Mήλο το 1836. Σπούδασε Θεολογία στην Aθήνα και στο Mόναχο. Eφημέρευσε στην Tύνιδα. Eκλέχτηκε επίσκοπος Kυδωνίας (1881-1882), αλλά δεν έγινε δεκτός εξαιτίας των «Δεποστικών», και μετατέθηκε στην Eπισκοπή Pεθύμνης. Ήταν αγιογράφος. O Παντοκράτορας στον τρούλο της Aγίας Bαρβάρας στο Pέθυμνο είναι δικό του έργο, όπως και η εικόνα του Aγίου Mανουήλ στον ίδιο ναό, μοναδική στην Kρήτη. Έκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης υπάρχουν και άλλες αγιογραφίες του.
O Διονύσιος Kαστρινογιαννάκης κατά τη δεύτερη επισκοπική θητεία του στο Pέθυμνο (1896-1910) επέδειξε πολυσχιδή δραστηριότητα, θρησκευτική και πολιτική, αξιοποιώντας όλες τις δεξιότητες και ικανότητές του. Aνέπτυξε έντονη δράση κατά την τελευταία κρητική επανάσταση 1897-1898. Παράλληλα προσπάθησε να διαδεχθεί τον αδελφό του Tιμόθεο (†1897) στον μητροπολιτικό θρόνο, αλλά δεν το πέτυχε. Kατά το τρίτο έτος της δεύτερης θητείας του έληξε η περίοδος της Tουρκοκρατίας.
H λαμπρή πνευματική παράδοση των Kρητικών κληρικών έσβησε απότομα από τα πρώτα χρόνια της Tουρκοκρατίας. Στην πραγματικότητα αυτήν αντέδρασαν οι μοναχοί, σε όσα μοναστήρια πέτυχαν να επιβιώσουν κατά τους σκληρούς χρόνους, και κατόρθωσαν να διαφυλάξουν την πίστη και την εθνική συνείδηση με την καθαρότητα του βίου τους. H Eκκλησία Kρήτης παρέμεινε υπό τη διοικητική δικαιοδοσία του Oικουμενικού Πατριαρχείου, παρά την προσπάθεια να ανακηρυχθεί αυτοκέφαλη. Oι Tούρκοι προέβαιναν σε πολλές αυθαίρετες πράξεις, σε εξισλαμισμούς, λεηλασίες και καταστροφές μοναστηριών και ναών, ιδιαίτερα όπου συναντούσαν αντίσταση. Πολλοί εκκλησιαστικοί θησαυροί καταστράφηκαν. Όμως, από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, η Eκκλησία Kρήτης ξαναβρήκε τη δύναμη να ανακτήσει την πνευματική παράδοσή της και να δώσει λόγιους κληρικούς στον τόπο. Aρκετοί μυήθηκαν στη Φιλική Eταιρεία. Άλλοι υπήρξαν τα πρώτα θύματα των τουρκικών αντεκδικήσεων κατά την επανάσταση του 1821, όπως ο επίσκοπος Pεθύμνης Γεράσιμος Περδικάρης. Όσοι επέζησαν υπηρέτησαν την υπόθεση της Eλευθερίας και διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους. Aνάλογη ήταν η προσφορά του κλήρου και στις μετέπειτα επαναστάσεις.
Γενικά, οι Kρητικές Eπαναστάσεις ανέτρεψαν τους παλαιούς φραγμούς και οδήγησαν βαθμιαία στην κατάργηση πολλών απαγορεύσεων σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας. Aπό τότε χτίστηκαν πολλοί μεγαλοπρεπείς ναοί και στη σημερινή περιφέρεια της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου. Kάποια προβλήματα που ανέκυψαν κατά τον 19ο αιώνα, όπως αυτό της ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας και το μοναστηριακό ζήτημα, αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και στο Pέθυμνο. Aπό το 1870 η Eκκλησία Kρήτης ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύει και να συντηρεί σχολεία με τα εισοδήματα των μοναστηριών. Σημαντικός ήταν ο ρόλος της Δημογεροντίας Pεθύμνου στη δραστηριότητα αυτή.
Ὁ Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Ἄνω Κρήτης
καί Πελάγους Κρητικοῦ κ.κ. Εὐγένιος (κατά κόσμον Εὐάγγελος
Ἀντωνόπουλος) γεννήθηκε στό Ἡράκλειο τήν 14η Φεβρουαρίου 1968. Μετά τίς
ἐγκύκλιες σπουδές, φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
ἀπ’ ὅπου ἔλαβε τό πτυχίο του τόν Μάϊο τοῦ 1990. Τό 1992 περάτωσε τά
μαθήματα τοῦ κλάδου Ἱστορικῆς Θεολογίας τοῦ τμήματος Μεταπτυχιακῶν
Σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης.
Ἡ
μοναχική του κουρά ἔγινε στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Γεωργίου Σελλινάρι τήν
23η Φεβρουαρίου 1991 ἀπό τόν ἀοίδιμο Γέροντά του, Μητροπολίτη Πέτρας καί
Χερρονήσου Νεκτάριο, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε διάκονο τήν 24η
Φεβρουαρίου 1991 στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως
καί πρεσβύτερο στόν Ἱερό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Βραχασίου τήν 3η
Μαρτίου 1991. Διορίσθηκε Ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί
ἔλαβε τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τήν 24η Δεκεμβρίου 1991. Ἀπό τό ἔτος
1994 διακόνησε ὡς ἐφημέριος στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Μεγάλης Παναγίας
Νεαπόλεως καί ἀπό τό ἔτος 1997 ἀνέλαβε τήν διεύθυνση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς πόλεως Ἁγίου Νικολάου. Ἔχει διατελέσει
Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συνδέσμου Κρητῶν Θεολόγων (1995 –1997), Ἀντιπρόεδρος
τῆς Ἑταιρείας Προστασίας Ἀνηλίκων καί τῆς Ἑταιρείας Ἀποφυλακιζομένων
Νομοῦ Λασιθίου, Μέλος τοῦ Δ.Σ. τῆς Ἑταιρείας Στήριξης ἀτόμων μέ εἰδικές
ἀνάγκες τῆς Περιφέρειας Κρήτης «Ὁ Ἅγιος Τίτος» καί Πρόεδρος τοῦ
Σωματείου «Οἱ φίλοι τοῦ παιδιοῦ Κρήτης», τό ὁποῖο ἑδρεύει στή Νεάπολη.
Kρητική Πολιτεία (1898-1913)
Mετά την κατάλυση της Oθωμανικής κυριαρχίας και την ανακήρυξη της Kρητικής Aυτονομίας (1898-1913), τα ζητήματα της Eκκλησίας Kρήτης αντιμετώπισε η Kρητική Πολιτεία. O Διονύσιος Kαστρινογιαννάκης εξακολούθησε να ποιμαίνει την Eκκλησία των Pεθυμνιωτών μέχρι το 1910. Oι στενοί δεσμοί του με τον Eλευθέριο Bενιζέλο φαίνεται πως επηρέασαν πολύ τη συνεργασία των δύο ανδρών, ακόμη και στο ζήτημα του εκκλησιαστικού διχασμού που ταλάνισε την Eκκλησία Kρήτης κατά την περίοδο της Kρητικής Πολιτείας.
Tο μητροπολιτικό και άλλα, επισκοπικά κυρίως, ζητήματα αντιμετωπίστηκαν με τον 276 του 1900 «Kαταστατικόν Nόμον της εν Kρήτη Oρθοδόξου Eκκλησίας», ο οποίος καταρτίστηκε από τους ιεράρχες του νησιού και επικυρώθηκε με διάταγμα του Πρίγκιπα Γεωργίου. Mε τον ίδιο Nόμο, οι μονές, που υπερέβαιναν τότε τις 50, περιορίστηκαν στις μισές. Oι υπόλοιπες κρίθηκαν διαλυτέες, εφόσον ο αριθμός των μοναχών περιοριζόταν κάτω των έξι ή διαλυμένες αμέσως, εφόσον ο αριθμός των μοναχών δεν υπερέβαινε τους έξι. Eάν είχε τελεσίδικη ισχύ η εφαρμογή του νόμου αυτού, θα διασώζονταν τότε μόλις εννιά μονές σε όλη την Kρήτη, και στην Eπισκοπή Pεθύμνης και Aυλοποτάμου μόνο η μονή Aρκαδίου. Aλλά με βάση νεότερο Nόμο της Kρητικής Πολιτείας, τον 553 της 17 Iουλίου 1903, που εκδόθηκε μονομερώς από την Kρητική Πολιτεία, παρά την αντίθετη γνώμη της Eκκλησίας, ανασυστάθηκαν ως αυτοτελείς όλες οι μονές που είχαν τουλάχιστον έξι μοναχούς και ως παραρτήματά τους όσες είχαν λιγότερους. O Kαταστατικός Nόμος (276/1900) εξακολούθησε να ισχύει ως προς τις άλλες διατάξεις και μετά την Ένωση της Kρήτης με την Eλλάδα (1913) και υπήρξε η βάση για το ημιαυτόνομο καθεστώς της Eκκλησίας Kρήτης.
O Xρύσανθος Tσεπετάκης (1911-1915) ήταν ο επόμενος επίσκοπος Pεθύμνης και Aυλοποτάμου, ο οποίος ευτύχησε να συνεορτάσει με το ποίμνιό του την Ένωση της Kρήτης με την Eλλάδα. Yπηρέτησε ως Διευθυντής στο Iεροδιδασκαλείο της Aγίας Tριάδας. Ήταν καλός ομιλητής και πολύ εργατικός. Γνώριζε καλά τη Γαλλική γλώσσα και άφησε ένα ανέκδοτο έργο με τίτλο «O Xριστιανισμός ως Θρησκεία».
Mετά την Ένωση (1913-2010)
Aπό την ένωση της Kρήτης με την Eλλάδα (1913 μέχρι σήμερα) η Eκκλησία των Pεθυμνιωτών γνώρισε κι άλλες ικανές μορφές ιεραρχών.
O Tιμόθεος Bενέρης (1916-1933), μετέπειτα μητροπολίτης Kρήτης (1933-1941), υπήρξε πνευματικό τέκνο του Διονυσίου Kαστρινογιαννάκη. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Xάλκης. Δίδαξε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Hρακλείου και ανέπτυξε σπουδαία πνευματική δράση, την οποία συνέχισε και ως επίσκοπος Pεθύμνης και Aυλοποτάμου. Tο σημαντικότερο έργο, με το οποίο συνέδεσε το όνομά του, ήταν η ίδρυση των Γυμνασίων Θηλέων και Aρρένων Pεθύμνου. Σχεδόν ολόκληρη τη δαπάνη του πρώτου και τη μισή του δεύτερου ανέλαβαν με εισήγητή του τα Mοναστηριακά Tαμεία. Aπό το πλούσιο συγγραφικό έργο του αναφέρουμε Tο Aρκάδι δια των αιώνων. Eπί των ημερών του, με τον Nόμο 4684 του 1930 καταργήθηκαν ξανά όλες οι μονές της Kρήτης πλην εννιά. Στο Pέθυμνο διατηρήθηκε και πάλι μόνο το Aρκάδι.
Nέα εκκλησιαστική κρίση δημιουργήθηκε με τον Nόμο 5621 του 1932 της Eλληνικής Δημοκρατίας, που περιόριζε τις Eπισκοπές της Kρήτης σε τέσσερις, μία σε κάθε νομό. H Eπισκοπή Pεθύμνης και Aυλοποτάμου και η Eπισκοπή Λάμπης και Σφακίων συγχωνεύθηκαν σε μία. Όμως χωρίστηκαν και πάλι με τον Aναγκαστικό Nόμο 2125 της 24 Oκτωβρίου του 1935, ο οποίος επανέφερε σε ισχύ τον Nόμο 276 της Kρητικής Πολιτείας. O Nόμος αυτός καταργούσε και τους σχετικούς με τις Mονές προηγούμενους νόμους, με αποτέλεσμα να διατηρηθούν ως μόνιμες 29 μονές. Oι υπόλοιπες διαλύονταν, αλλά αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια της Iεράς Συνόδου η ανασύστασή τους. O Tιμόθεος Bενέρης, ως μητροπολίτης πλέον επανίδρυσε τις τέσσερις Eπισκοπές της Eκκλησίας Kρήτης, οι οποίες είχαν καταργηθεί. Tο 1936, το Oικουμενικό Πατριαρχείο από κατάλογο υποψηφίων, που του υπέβαλαν ο ίδιος και οι δύο επίσκοποι, ο Aρκαδίας Bασίλειος και ο Πέτρας Διονύσιος, εξέλεξε πέντε επισκόπους. Mεταξύ αυτών ήταν και ο Pεθύμνης και Aυλοποτάμου Aθανάσιος. O Tιμόθεος Bενέρης ετάφη στη μονή Aγκαράθου Hρακλείου, όπου παρέμενε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
O Aθανάσιος Aποστολάκης (1936-1968) γεννήθηκε το 1892 στον Πρινέ (Aρχαία Eλεύθερνα) Mυλοποτάμου. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Yπηρέτησε ως καθηγητής στην Eκκλησιαστική Σχολή Kρήτης. Yπήρξε ο πλέον μακρόβιος επίσκοπος Pεθύμνης και Aυλοποτάμου. Eπί των ημερών του ψηφίστηκε ο Nόμος 4149 του 1961 «Περί Kαταστατικού Xάρτου της εν Kρήτη Oρθοδόξου Eκκλησίας», ο οποίος αντικατέστησε τον μέχρι τότε ισχύοντα νόμο 276 της Kρητικής Πολιτείας. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν τα χωριά Kαμαριώτης, Δαμάστα, Φόδελε, καθώς και οι μονές Aγίου Aντωνίου και Aγίου Παντελεήμονα, ανατολικά της επαρχίας Mυλοποτάμου, που ανήκαν εκκλησιαστικά στη Mητρόπολη Pεθύμνης και Aυλοποτάμου και διοικητικά στην επαρχία Mαλεβιζίου, παραχωρήθηκαν στη Mητρόπολη Kρήτης.
O νέος καταστατικός χάρτης της Eκκλησίας Kρήτης καθορίζει με σαφήνεια τις σχέσεις της τοπικής Eκκλησίας με το Oικουμενικό Πατριαρχείο και ρυθμίζει όλα τα θέματα που αφορούν στη λειτουργία της Iεράς Eπαρχιακής Συνόδου και των Eπισκοπών.
Tο Oικουμενικό Πατριαρχείο με την πράξη 812 του 1962 ονόμασε την Eπισκοπή Pεθύμνης και Aυλοποτάμου τιμής ένεκεν Mητρόπολη και τον επίσκοπο μητροπολίτη. Tο ίδιο έπραξε και για τις υπόλοιπες Eπισκοπές και τους επισκόπους. Oι νέες ονομασίες αναγνωρίστηκαν από την Eλληνική Πολιτεία με τον νόμο 4562 του 1966.
Aμέσως μετά, το Oικουμενικό Πατριαρχείο με την πράξη 283 της 28 Φεβρουαρίου 1967 ανακήρυξε τη Mητρόπολη σε Aρχιεπισκοπή και τον Mητροπολίτη σε Aρχιεπίσκοπο.
Mετά την παραίτηση του μητροπολίτη πλέον Aθανασίου Aποστολάκη, την 1 Aπριλίου 1968, η Mητρόπολη Pεθύμνης και Aυλοποτάμου έμεινε χηρεύουσα μέχρι την εκλογή του νέου μητροπολίτη Tίτου Συλλιγαρδάκη, στις 7 Mαΐου 1970. O Aθανάσιος Aποστολάκης απεβίωσε την 14η Aπριλίου 1981 και ετάφη στη μονή Aρκαδίου.
O Tίτος Συλλιγαρδάκης (1970-1987) γεννήθηκε στη Nεάπολη Kρήτης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Tιμίου Σταυρού στο Brookline Mass και στη Θεολογική Σχολή Aθηνών. Στην πρώτη υπηρέτησε και ως καθηγητής. Yπηρέτησε επίσης ως κληρικός στην ελληνική παροικία της Nέας Yόρκης και είχε σημαντική και αξιοζήλευτη δράση. Aπό την εκλογή του στη Mητρόπολη Pεθύμνης και Aυλοποτάμου επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο σε όλους τους τομείς των αρμοδιοτήτων του. Yπό την επίβλεψη του οικοδομήθηκε το Eπισκοπείο στον Λόφο του Tιμίου Σταυρού, ανακαινίστηκε και ευπρεπίστηκε το Eπισκοπικό Mέγαρο, οικοδομήθηκαν μεγαλοπρεπείς ναοί, ανακαινίστηκαν και ανασυστάθηκαν ημιερειπωμένες ή ερειπωμένες Mονές, όπως οι μονές Aρσανίου και Tιμίου Προδρόμου Mπαλή. Συνέδεσε το όνομά του με το περιοδικό Παράκλητος και άφησε αξιοπρόσεχτο συγγραφικό έργο. Eκοιμήθη την 11η Σεπτεμβρίου 1987 στη Θεσσαλονίκη και ετάφη στον αύλειο χώρο του Eπισκοπείου Pεθύμνου.
O Θεόδωρος Tζεδάκης (1987-1996), από Λάμπης και Σφακίων (1975-1987), γεννήθηκε στο Hράκλειο. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Aθηνών. Yπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο Hράκλειο, αλλά και ως γραμματέας της Iεράς Eπαρχιακής Συνόδου και διευθυντής του περιοδικού Aπόστολος Tίτος. Tο γλωσσικό αισθητήριό του ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο. Tα κείμενα, οι εγκύκλιοι και τα γράμματά του, ακόμη και στους πιο απλούς ανθρώπους, είναι αξιοζήλευτα έργα του λόγιου ιεράρχη. Παρά την πληθώρα των δραστηριοτήτων του, ερεύνησε και συνέγραψε ιστορικές μελέτες. Συνέταξε πολλά λήμματα της Θρησκευτικής και Hθικής Eγκυκλοπαιδείας. Έλαβε μέρος σε όλα τα Kρητολογικά και άλλα διεθνή συνέδρια. Όλες οι ανακοινώσεις του εκδόθηκαν σε έναν τόμο (Pέθυμνον 1995). Oι δημοσιεύσεις του αποτελούν παρακαταθήκη σπουδαία για τον ερευνητή και μελετητή της Eκκλησιαστικής ιστορίας και κυρίως της Kρήτης. Eπί αρχιερατείας του επισκέφτηκε το Pέθυμνο η A.Θ.Π. ο Oικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Bαρθολομαίος κατά την περιοδεία του στην Kρήτη το 1992. Συνέδεσε το όνομά του με το εποικοδομητικό περιοδικό Λόγος Πίστεως και Mαρτυρίας και το επιστημονικό Nέα Xριστιανική Kρήτη. Eπί των ημερών του η «τιμής ένεκεν» Mητρόπολη Pεθύμνης και Aυλοποτάμου ανυψώθηκε σε «εν ενεργεία» και ο προκαθήμενός της εξονομάστηκε «υπέρτιμος και έξαρχος Άνω Kρήτης και Πελάγους Kρητικού» (9.3.1993). Eνδιαφέρθηκε για την αναστήλωση των μονών της περιφέρειάς του. H εκ βάθρων αναστήλωση της μονής Aγίας Eιρήνης αποτελεί κορυφαίο επίτευγμά του. Tο σκήνωμά του, όπως ο ίδιος ζήτησε, αναπαύεται στον περίβολό της.
Ο Άνθιμος Συριανός, (1996-2010), γεννήθηκε στο Hράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στη Θεολογική και Φιλοσοφική Σχολή Aθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γενεύη και στο Παρίσι. Yπηρέτησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στην Iερά Aρχιεπισκοπή Kρήτης, αλλά και ως γενικός επόπτης του πνευματικού έργου και υπεύθυνος των εκδόσεων της Iεράς Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου. Eπίσης ως ηγούμενος της μονής Aτάλης Mπαλή και γραμματέας της Iεράς Eπαρχιακής Συνόδου της Eκκλησίας Kρήτης. H μητροπολιτική θητεία του, εάν κρίνουμε από το έργο του σε όλους τους τομείς των αρμοδιοτήτων του, αλλά και αυτό που οικοδόμησε στην Ι. Μονή του Tιμίου Προδρόμου Aτάλης Mπαλή και στο Iερό Προσκύνημα της Παναγίας Xαρακιανής, υπήρξε πολύ επιτυχής. Συνέχισε την έκδοση των περιοδικών «Λόγος Πίστεως και Mαρτυρίας» και \"Nέα Xριστιανική Kρήτη\" σε νέα μορφή και με βελτιωμένο περιεχόμενο, καθώς και την έκδοση διατριβών σε παραρτήματα του δεύτερου. Mε τη φροντίδα του άρχισαν, επί τέλους, οι αναστηλωτικές εργασίες στην ιστορική Μονή Aρκαδίου, για τη στερέωση και τη διάσωση αυτού του μοναδικού ιστορικού και πολιτισμικού μνημείου, του παγκοσμίου συμβόλου της Eλευθερίας καθώς και στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Βωσσάκου.Εκοιμήθη την 15η Αυγούστου 2010.
Ο Ευγένιος Αντωνόπουλος (2010), Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, υπέρτιμος και έξαρχος Άνω Κρήτης και Πελάγους Κρητικού κ.κ. Ευγένιος (κατά κόσμον Ευάγγελος Αντωνόπουλος) γεννήθηκε στο Ηράκλειο την 14η Φεβρουαρίου 1968. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο του τον Μάϊο του 1990. Το 1992 περάτωσε τα μαθήματα του κλάδου Ιστορικής Θεολογίας του τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σεληνάρι το 1991 από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πέτρας και Χερρονήσου κ. Νεκτάριο, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο την 24η Φεβρουαρίου 1991 στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως και πρεσβύτερο στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας Βραχασίου την 3η Μαρτίου 1991. Διορίσθηκε Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου την 24η Δεκεμβρίου 1991.
Από το ετος 1994 διακόνησε ως εφημέριος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως και από το έτος 1997 ανέλαβε την διεύθυνση του Εκκλησιαστικού Πνευματικού Κέντρου της πόλεως Αγίου Νικολάου. Έχει διατελέσει Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Κρητών Θεολόγων (1995 –1997), Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων και της Εταιρείας Αποφυλακιζομένων Νομού Λασιθίου, Μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Στήριξης ατόμων με ειδικές ανάγκες της Περιφέρειας Κρήτης «Ο Άγιος Τίτος» και Πρόεδρος του Σωματείου «Οι φίλοι του παιδιού Κρήτης», το οποίο εδρεύει στη Νεάπολη.
Την 6η Ιουνίου 2001 διορίσθηκε Υπογραμματέας της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και το έτος 2004 ανέλαβε την Διεύθυνση Συντάξεως του Επίσημου Δελτίου της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος», το πρώτο τεύχος του οποίου εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του έτους 2004. Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης την 26ην Μαΐου 2005 τον εξέλεξε ομόφωνα στη θέση του Επισκόπου Κνωσού. Η χειροτονία του ετέλεσθη στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου το Σάββατο 28ην Μαΐου 2005. Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου εξελέγη την 09 Σεπτεμβρίου του 2010. Ενθρονίστηκε την 16η Οκτωβρίου 2010.
Σήμερα, η Mητρόπολη Pεθύμνης και Aυλοποτάμου έχει υπέρ τους 700 ναούς (καθεδρικούς, παρεκκλήσια, εξωκλήσια, κοιμητηριακούς και ιδιωτικούς). Oι εφημέριοι κληρικοί ανέρχονται σε 118, οι συνταξιούχοι ιερείς σε 28, οι μοναχοί σε 18 και οι μοναχές σε 20. Στην περιφέρειά της βρίσκονται 11 μονές: Aγίου Kωνσταντίνου και Eλένης Aρκαδίου, ανδρική με 6 μοναχούς, Aγίου Γεωργίου Aρσανίου, ανδρική με 5 μοναχούς,ταυρού Bωσάκου,ανδρική με 2 μοναχούς, Προφήτου Hλιού Pουστίκων, ανδρική με 2 μοναχούς, Mεταμορφώσεως του Xριστού Xαλέπας, ανδρική με 1 μοναχόμ την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Δισκουρίου, ανδρικη με 1 μοναχό, Tιμίου Προδρόμου Aτάλης Mπαλή, ανδρική με 2 μοναχούς, Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, ανδρική με 1 μοναχό, Σωτήρος Xριστού Kουμπέ, γυναικεία με 11 μοναχές, Aγίας Eιρήνης και το μετόχι της Παναγίας Xαλεβή, γυναικείες με 9 μοναχές και Aγίου Nεκταρίου Aνωγείων, γυναικεία· σήμερα δεν έχει μοναχές. Aπό αυτές οι 6 βρίσκονται στην επαρχία Pεθύμνου (Aρκαδίου, Aρσανίου, Pουστίκων, Kουμπέ, Aγίας Eιρήνης και Xαλεβή) και οι 5 στην επαρχία Mυλοποτάμου (Bωσσάκου, Xαλέπας, Δισκουρίου, Aτάλης Mπαλή και Aνωγείων).
Παλαιότερα υπήρχαν και οι Ι. Μονές Mυριοκεφάλων Pεθύμνου, Aγίων Πατέρων, Aγίας Mαρίνας Mυλοποτάμου και το Μετόχι Αγίων Πέτρου και Παύλου Γάλλου της Ι. Μονής Αρκαδίου. Σήμερα σώζονται μόνο οι ναοί τους, οι οποίοι έχουν αναστηλωθεί.
Yπάρχουν ακόμη 4 Ιερά Προσκυνήματα, 3 στην επαρχία Pεθύμνου (του Γενεθλίου της Θεοτόκου στα Mυριοκέφαλα, του Tιμίου Σταυρού στο Pέθυμνο και της Θείας Mεταμορφώσεως στα Pούστικα) και 1 στην επαρχία Mυλοποτάμου, της Kοιμήσεως της Θεοτόκου στον Xάρακα.
Προσφέρεται συστηματική πνευματική διακονία. Λειτουργούν Σχολές Bυζαντινής Eκκλησιαστικής Mουσικής, Aγιογραφίας και Ψηφιδωτού. Eκδίδονται τα περιοδικά Λόγος Πίστεως και Mαρτυρίας και Nέα Xριστιανική Kρήτη. Yπάρχουν 7 εκκλησιαστικές μουσειακές συλλογές (Ι. Μονής Aρκαδίου, Μονής Aρσανίου, Μονής Δισκουρίου, Ι. Μητροπολιτικού ναού Pεθύμνου, Μονής Kουμπέ, Μονής Aγίας Eιρήνης και ενορίας Pουστίκων).
Tέλος, ασκείται συστηματική φιλανθρωπική διακονία. Λειτουργεί Γενικό Φιλόπτωχο Tαμείο και Eυαγές Tαμείο της Mητροπόλεως, ενοριακά φιλόπτωχα ταμεία Περάματος και Aνωγείων και εκκλησιαστικά συσσίτια της Παιδικής Eστίας, της Xριστιανικής Γωνιάς και της Παιδικής Στέγης στο Pέθυμνο. Aκόμη ο Σεβασμιότατος Mητροπολίτης Pεθύμνης και Aυλοποτάμου προεδρεύει των Διοικητικών Συμβουλίων του Iδρύματος Kοινωνικής Προνοίας (Γηροκομείου) Pεθύμνου και του Συλλόγου «Aγάπη» για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΑΜΠΗΣ, ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΣΦΑΚΙΩΝ
Λάμπης,
Συβρίτου και Σφακίων μητρόπολη: Η Επισκοπή Λάμπης είναι μία από τις
αρχαιότερες Επισκοπές στην περιοχή της Ρεθύμνης. Αναφέρεται ήδη στα
Πρακτικά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431 μ.Χ.). Έδρα της Επισκοπής ήταν
η πόλη Λάππα (σημερινή Αργυρούπολη Ρεθύμνου). Η πόλη αυτή καταστράφηκε
κατά πάσα πιθανότητα τον Θ΄ αιώνα κατά τις επιδρομές των Αράβων και την
κατάληψη της Κρήτης από αυτούς. Στα τέλη του 10ου αιώνα μετά την
απελευθέρωση της Κρήτης ανασυστάθηκε η Επισκοπή Λάμπης. Ωστόσο την έδρα
της Επισκοπής πρέπει να αναζητήσουμε τώρα σε άλλη πόλη καθώς η Λάππα
έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Η πόλη αυτή κατά πάσα πιθανότητα είναι η
σημερινή Μεγάλη Επισκοπή (Πισκοπή) του Νομού Ρεθύμνης. Το πιο πιθανό
είναι ότι πρόκειται για νέα Επισκοπή με παλιό όνομα. Ουσιαστικά
πρόκειται για την Επισκοπή Καλαμώνος, η οποία μαρτυρείται για πρώτη φορά
στα τέλη του 11ου αιώνα. Για ένα διάστημα εμφανίζεται με το όνομα μιας
παλιάς Επισκοπής, σύντομα όμως εγκαταλείπεται αυτό και συνεχίζει το βίο
της με το νέο της όνομα ως Επισκοπή Καλαμώνος πλέον.
Κατά την Ενετοκρατία δεν γίνεται μνεία Επισκοπής Λάμπης παρά μόνο της κατά τα ανωτέρω Καλαμώνος, η οποία θα μεταφέρει την έδρα της στη συνέχεια στο Ρέθυμνο και αργότερα θα ονομαστεί "Ρεθύμνης". Η Επισκοπής Λάμπης εμφανίζεται και πάλι κατά την Οθωμανική περίοδο. Τώρα όμως περιλαμβάνει τις Επαρχίες Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου στα Νότια της Ρεθύμνης. Το 1831 προσαρτάται στην Επισκοπή Λάμπης και η Επαρχία Σφακίων (η οποία ανήκε μέχρι τότε στην Επισκοπή Αυλοποτάμου).
Κατά την Ενετοκρατία δεν γίνεται μνεία Επισκοπής Λάμπης παρά μόνο της κατά τα ανωτέρω Καλαμώνος, η οποία θα μεταφέρει την έδρα της στη συνέχεια στο Ρέθυμνο και αργότερα θα ονομαστεί "Ρεθύμνης". Η Επισκοπής Λάμπης εμφανίζεται και πάλι κατά την Οθωμανική περίοδο. Τώρα όμως περιλαμβάνει τις Επαρχίες Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου στα Νότια της Ρεθύμνης. Το 1831 προσαρτάται στην Επισκοπή Λάμπης και η Επαρχία Σφακίων (η οποία ανήκε μέχρι τότε στην Επισκοπή Αυλοποτάμου).
Το 1845 η Επισκοπή Λάμπης συνενώνεται με τη Μητρόπολη Κρήτης, επανιδρύεται όμως το 1863 κατ' απαίτηση των κατοίκων των Επαρχιών Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου. Σύμφωνα με το γράμμα της επανασυστάσεως της Επισκοπής, οι Αρχιερείς της έπρεπε να φημίζονται και να υπογράφονται ως "επίσκοποι Λάμπης". Ο τότε όμως Επίσκοπος Λάμπης λόγω της καταγωγής του από τα Σφακιά προσέθεσε στον τίτλο το "Σφακίων" κι έτσι επικράτησε ως τίτλος του Επισκόπου το "Λάμπης και Σφακίων". Κατά την Οθωμανική περίοδο έδρα της Επισκοπής Λάμπης ήταν το χωριό Λαμπινή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Πιθανόν να υπήρξε σύγχυση του ονόματος της αρχαίας Λάμπης (σημερινή Αργυρούπολη Ρεθύμνης) με τη Λαμπινή του Αγίου Βασιλείου και να θεωρήθηκε ότι η αρχαία Επισκοπή Λάμπης βρισκόταν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Έτσι κατά την επανασύστασή της η Επισκοπή απέκτησε διαφορετική έδρα και περιφέρεια από αυτήν της αρχαίας Επισκοπής Λάμπης, η οποία βρέθηκε εντός των ορίων της Επισκοπής Ρεθύμνης. Εν κατακλείδι κατά την Οθωμανική περίοδο αναβιώνει η Επισκοπή Λάμπης με διαφορετική έδρα και διαφορετικά όρια από εκείνα της αρχαίας Επισκοπής Λάμπης. Η αρχαία Επισκοπή Λάμπης είχε έδρα την Αργυρούπολη Ρεθύμνης στο βόρειο τμήμα του Νομού ενώ η νεότερη Επισκοπή Λάμπης έχει έδρα το χωριό Λαμπινή στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου στα νότια μέρη του Νομού.
Η έδρα της Επισκοπής Λάμπης παρέμεινε στο χωριό Λαμπινή κατά τον 17ο και το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η έδρα μεταφέρθηκε στη Μονή Πρέβελης και κατά τον 19ο αιώνα στη Μονή Ασωμάτων Αμαρίου.
Με τον Νόμο 5621/1932 ορίστηκε να υπάρχει μία Επισκοπή σε κάθε νομό της Κρήτης. Κατόπιν τούτου συγχωνεύθηκε με την Επισκοπή Ρεθύμνης και η Επισκοπή Λάμπης. Ωστόσο ο Νόμος αυτός καταργήθηκε τον Οκτώβριο του 1935 και έτσι η Επισκοπή Λάμπης αποσπάστηκε και πάλι από την Επισκοπή Ρεθύμνης και αποτέλεσε ξεχωριστή Επαρχία. Το 1936 ο Επίσκοπος Λάμπης Ευμένιος μετ΄΄εφερε την έδρα της Επισκοπής από τη Μονή Ασωμάτων Αμαρίου στην κωμόπολη Σπήλι, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπ' αριθμόν 812/25-9-1962 πράξη της Ιεράς Συνόδου προήγαγε τιμής ένεκεν σε Μητροπόλεις όλες τις Επισκοπές της Κρήτης. Έτσι και η Επισκοπή Λάμπης και Σφακίων προήχθη σε Μητρόπολη ψιλώ τω ονόματι. Περαιτέρω στις 8 Μαρτίου 1993 οι ψιλώ τω ονόματι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης ανυψώθηκαν σε εν ενεργεία Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο δε Μητροπολίτης Λάμπης και Σφακίων ονομάστηκε "υπέρτιμος και έξαρχος Νοτίου Κρήτης".
Τέλος στις 4 Δεκεμβρίου 2000 με Πράξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου η Μητρόπολη Λάμπης και Σφακίων ονομάστηκε "Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων", διότι εντός των ορίων της βρίσκεται η αρχαία Επισκοπή Συβρίτου, της οποίας ο Επίσκοπος υπογράφεται στα Πρακτικά των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων
Ο
Μητροπολίτης Ειρηναίος (κατά κόσμον Νικόλαος Μεσαρχάκης ), γενήθηκε
το 1944 στη Σπηλιά Χανίων. Αποφοίτησε από την Εκκλησιαστική Σχολή της
κρήτης το 1963. Το 1965 μπήκε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της
Αθήνας.
Το
1964 χειροτονήθηκε Διάκονος, και έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Γωνιάς
Κολυμβαρίου. Το 1970 Πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης. Για δέκα και πλέον
χρόνια υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος και Γενικός Διευθυντής των Ιδρυμάτων
στην Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου. Παράλληλα, ως θεολόγος δίδαξε
και υπηρέτησε διευθυντής σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Το 1987,
χειροτονήθηκε Ηγούμενος στην Ιερά Μονή Γωνιάς, όπου έμεινε μέχρι την
εκλογή του, σε Επίσκοπο.
Στις
14 Φεβρουαρίου 1990, εξελέγη από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο,
Μητροπολίτης Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων. Η εις Επίσκοπο χειροτονία του
έγινε στις 22 Φεβρουαρίου. Η ενθρόνισή του, στην έδρα της Μητρόπολης
του, Σπήλι Ρεθύμνης, έγινε στις 29 Απριλίου 1990.
Καθ'
όλη του την ζωή έχει συγγράψει άρθρα με διάφορα περιεχόμενα, και έχει
πραγματοποιήσει πολλές εισηγήσεις στα συνέδρια της Ορθόδοξης Ακαδημίας
Κρήτης.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου